Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

No chocolate!





Πέμπτη απόγευμα, ώρα 18.00.Μόλις έφυγα από τη δουλειά. Ακούω τον τσιριχτό ήχο του τρένου πριν ξεκινήσει. Στέκομαι όρθια και κολλητά στην πίσω πόρτα. Είναι χειμώνας πια, οι ημέρες έχουν συρρικνωθεί και το σκοτάδι είναι πηχτό. Αυτό σε γενικές γραμμές με ευχαριστεί εν αντιθέσει με την κονσερβοποίηση εντός του τρένου.
Κάθε τόσο τα θυρόφυλλα ανοίγουν και κλείνουν αλλά η κατάσταση βελτιώνεται ελάχιστα.

Σταθμός Μαρμόρα. Αποβιβάζομαι καιβγάζω από την τσέπη μία σοκολάτα. Το περιτύλιγμα της μου δείχνει τη φωτογραφία ενός εξωφρενικά παχύσαρκου κυρίου και με προειδοποιεί για το θανατηφόρο κίνδυνο. Εγώ επειδή δεν τα μασάω αυτά, μασάω τελικώς το περιεχόμενό της.Προχωρώ κάτω από κόκκινα λαμπάκια που σχηματίζουν ταράνδους. Κατηφορίζω ένα σοκάκι και μπαίνω στο μπαρ «ο Πρίγκιπας του Κάμρι».

Κοιτάζω γύρω ενώ με κατακλύζει η ξινή μυρωδιά της βαρελίσιας μπίρας. Τοίχοι με ξύλινες επενδύσεις, στρογγυλά τραπεζάκια,φωτισμός σχετικά χαμηλός. Ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου ένα ηχείο δορυφόρος αναπαράγει ένα αδιάφορο ποπάκι που αδυνατώ να αναγνωρίσω. Η Έλβη κάθεται στο βάθος πάνω από έναν σωρό φύλλων χαρτιούκαι κάτι σημειώνει.Πλησιάζω προς το μέρος της.

«Έπεσε μελέτη βλέπω...» λέω στα χαλαρά. Σχόλιο μάλλον ατυχές καθώς η Έλβη φαίνεται να είναι στην τσίτα. Ψάχνει εδώ και δύο μήνες για δουλειά και τα ψηφία στον αποταμιευτικό της λογαριασμό κοντεύουν να γίνουν από κουαρτέτο, σόλο. Η εν λόγω χαρτούρα είναι αιτήσεις για κάποιες καινούργιες θέσεις στην ακαδημία. «Δεν είναι ακριβώς αυτό που θέλω, αλλά είναι μία καλή αρχή» μου λέει για να παρηγορήσει τον εαυτό της. Γνέφω συγκαταβατικά. «Θέλεις βοήθεια; Είμαι εξπέρτ! Θηλυκό του εξπέρ με – e στο τέλος. Το ήξερες; ».Με κοιτάζει για μία στιγμή εντελώς απορημένα και έπειτα άντε ρωτά πίσω από ένα χαμόγελο μήπως εκτός από εξπέρ-Τ είμαι και λίγο επιδειξίας γνώσεων. «Κι αυτό», λέω,«να κεράσω τίποτα;»

Ριχνόμαστε και οι δύο πάνω στα χαρτιά. Πίνουμε χλιαρή πέιλέιλ και επιχειρηματολογούμε υπέρ των προσόντων της. Τα ηχεία παίζουν τώρα το Coffee and TVτων Βlur. Σπάμε το κεφάλι μας για να εξηγήσουμε με τον πειστικότερο δυνατό τρόπο το πόσο πολύ θα ήθελε να κάνει αυτή ή την άλλη δουλειά και το πόσο πολύ της ταιριάζουν όλες γάντι.Οι θέσεις είναι χάλια ή τουλάχιστον πολύ κατώτερές του βιογραφικού της Έλβης. Όμως καταλαβαίνω την αγωνία της.

Σκέφτομαι για λίγο τη φάση στην Ελλάδα και αν αξίζει τον κόπο όλο αυτό που κάνουμε. Μετά μου σκάει φλας-μπακ εκείνος ο τύπος με τη μουστάκα πάνω στο αγροτικό που σταυροκοπιέταιγονατιστός μπροστάαπό τα λάβαρα του σοσιαλισμού και νιώθω ρίγη όπως όταν σε χτυπάει ξαφνικά ένα ρεύμα κρύου αέρα... Ένα χέρι αρχίζει να κυματίζει μπροστά από το πρόσωπό μου, τραβώντας με νοητά από τον συνειρμικό βούρκο «Σε σένα μιλάω... Θα πιούμε τίποτα;;;» 

Παραγγέλνουμε άλλη μία γύρα για να πνίξουμε τη ματαιότητα της αναζήτησης εργασίαςκαι φτάνουμε στην τελευταία σελίδα.Έντυπο παρακολούθησης ίσων ευκαιριών– βαρύγδουπος τίτλος όσο να το πεις. Μια σειρά από έντονα μαύρα γράμματα μας διαβεβαιώνει ότι βάσει του νόμου απαγορεύονται οι διακρίσεις οποιουδήποτε τύπου και ότι οι πληροφορίες του αιτούντα (στην προκειμένη, της αιτούσης) δε θα συμπεριληφθούν στην αξιολόγηση της αίτησης. Εντάξει, ησυχάσαμε.

Στη συνέχεια το έντυπο καλεί την Έλβη να συμπληρώσει ένα σωρό πληροφορίες σχετικά με το άτομό της - το φύλο, την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση, την εθνικότητα. Και ύστερα έρχονται οι ερωτήσεις «ταμπού»αλλαγή φύλου, εθνολογική καταγωγή (χρώμα δέρματος σαν να λέμε),σεξουαλική προτίμηση, θρησκευτικές πεποιθήσεις...

Δε λέω ότι πρόκειται για φακέλωμα, αλλά με ενοχλεί. Με ενοχλεί γιατί σκέφτομαι ότι όλο αυτό είναι υποκρισία, μία γραφειοκρατικού τύπου άσκηση που αντιμετωπίζει τους ανθρώπους σαν κουτάκια. Ίσες ευκαιρίες -αναρωτιέμαι τι έχουν να πουν επί του θέματος ο οδηγός του λεωφορείου, ο ρεσεψιονίστ του κτιρίου που εργάζομαι, οι θυμωμένοι άνθρωποι που φωνάζουν κάθε απόγευμα για μια στριμωχτή θέση στο τρένο επιστρέφοντας κατάκοποι από το κακοπληρωμένο πόστο τους.

Μια μεγάλη πόλη σαν κι αυτή αφήνει το οξύμωρο ξεσκέπαστο, εκθέτει τους κόσμους που είναι ξένοι μεταξύ τους και παρόλα αυτά συνυπάρχουν σαν να μην τρέχει τίποτα. Σαν τις φτωχογειτονιές που συνορεύουν με τις κυριλέ συνοικίες. Δεν υπάρχει φυσικό τείχος αλλά ο διαχωρισμός είναι σαφής. Γιάπηδες και ζητιάνοι μπορεί να περπατούν στο ίδιο πεζοδρόμιο, κάτω από κόκκινα λαμπάκια που σχηματίζουν τάρανδο, χωρίς κανείς να προβληματίζεται με την αντίθεση. Το σημαντικό είναι ότι οι γκέι, οι μουσουλμάνοι και οι μιγάδες μπορεί να είναι εξίσου γιάπηδες και ζητιάνοι, οπότε εντάξει, πολιτισμός.

Παρμένη από τις σκέψεις μου,αισθάνομαι μία ασυγκράτητη ανάγκη για σοκολάτα. Για να την έτρωγα εκεί μέσα ούτε συζήτηση – η κατανάλωση της απαγορευόταν αυστηρά σε κλειστούς χώρους αφού παθητικά τα λιπαρά και η ζάχαρη θα μπορούσαν να προκαλέσουν βλάβες και στους μη σοκολατοφάγους.

Ζητάω από την Έλβη να με συγχωρέσει για δύο λεπτά και βγαίνω έξω.Μια ορθογώνια ασημί ταμπέλα με απειλεί ότι η σοκολατοφαγία απαγορεύεται ακόμη και στην περίμετρο του κτιρίου. Αναρωτιέμαι στιγμιαία για την εμβέλεια της περιμέτρου, αναστενάζω και τελικά απομακρύνομαι δύο μέτρα. Δαγκώνω μία γερή μπουκιά και αρχίζω να παρατηρώ το δρόμο και την κίνηση.

Είναι ωραία. Οι πεζοί περπατούν βιαστικά, η ζωή τρέχει.Μόνο τα αυτοκίνητα πηγαίνουν σημειωτών στο πρόσταγμα κάποιου φωτεινού σηματοδότη που κοκκινίζει κάθε λίγο και λιγάκι. Βλέπω μία κόλαση που εκπέμπει κάτι όμορφο. Ειδικά τη νύχτα. Μου αρέσει αλλά δε με κρατάει κιόλας. Είμαιξένη και θα παραμείνωξένη – περισσότερο από δική μου επιλογή μάλλον. Δε ξέρω αν είναι το σωστό ή αν θα ‘πρεπε να προσπαθήσω για κάτι άλλο. Θα ρωτούσα την άποψη της Έλβης αλλά δυστυχώς δεν είναι εδώ γιατί την ενοχλεί η μυρωδιά της σοκολάτας. Και το κρύο. Και εγώ κρυώνω. Θα φάω μία ακόμη σοκολάτα όμως.
M. Moody

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου