Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

Σύννεφα του μυαλού…






Πάντα, από μικρό κοριτσάκι, της άρεσαν οι ταινίες με Ινδιάνους και, σήμερα, ήταν εκεί. Στο παιδικό της δωμάτιο. Εκεί, που τα όνειρά της ήταν αθώα, κι όταν ξυπνούσε ένιωθε ακόμα πιο αθώα. Εκεί. Στις σελίδες ενός παιδικού λευκώματος…
Οι ηλικίες που οι μέρες μετρούσαν (και περνούσαν). Κι ύστερα ήταν όλα καλά. Έλεγε, πως κάποτε, θα επικοινωνούσε με τους αγαπημένους ακόμα και με «σήματα καπνού», ή σήματα Μorse, απ’ αυτά που χρησιμοποιούν στο στρατό, αν ήταν απαραίτητο. Ο αδελφός της , της έλεγε περιπαιχτικά γι’ αυτό, Σήματά μου έτοιμος, όταν το άκουγε. Όμως εκείνη πίστευε πολύ στην ουσιαστική επικοινωνία. Κι έτσι είναι και στη ζωή της. Μέχρι σήμερα. Και παρ’ όλη την εξέλιξη της τεχνολογίας, την οποία φυσικά και χρησιμοποιεί, γιατί οι φίλοι της είναι διασκορπισμένοι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, η δύναμη της αγκαλιάς και της φυσικής τους παρουσίας μοιάζει απόλυτα θεραπευτική. Υπάρχει ένα ρητό που λέει: «οι άνθρωποι χρειαζόμαστε 4 αγκαλιές την ημέρα για να επιβιώσουμε, 8 αγκαλιές την ημέρα για να συντηρηθούμε και 12 αγκαλιές την ημέρα για να αναπτυχθούμε». Την ίδια αγάπη για τους φίλους της, την έχει και για τα ταξίδια. Και γι’ αυτό, της φάνηκε τεράστια χαρά και έκπληξη, όταν της ζητήθηκε να συμμετάσχει σε μια διαπολιτισμική έρευνα που θα της έδινε την ευκαιρία να ταξιδέψει ως τη Ντακότα, εκεί όπου οι Ινδιάνοι ζούσαν μια ζωή, γεμάτη ελευθερία, ειρήνη, και εμποτισμένη από το όραμα της αγάπης. Πίστευαν στην αρμονία με την οποία «έδενε» τον άνθρωπο η φύση και στη θέληση των ανθρώπων να δίνουν τις δυνάμεις τους σε κάτι τόσο παραγωγικό, χωρίς να καταστρέφουν τις πανάρχαιες γήινες συνταγές του εδάφους. Τη συγκινούσε τόσο αυτός ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζαν τη ζωή…
Ακόμα και τα ονόματά τους που αν τ’ ακούσεις πρώτη φορά, ίσως σου φαντάξουν αστεία, για κείνους είναι κομμάτι του ιερού κώδικα της φυλής τους. Το ταξίδι αυτό, δρόσισε την καρδιά της, σαν πηγή γεμάτη γάργαρο νερό και της έδωσε ζωή, σαν κάποιος να της μετάγγισε φιάλες με το αίμα του.
 Όταν γύρισε, στις βαλίτσες της, είχε το όνειρο ενός γλυκά παράξενου κόσμου που σε οδηγεί σε άδολα κομμάτια ζωής.
Εκείνη τη νύχτα είδε στον ύπνο της κάτι γνώριμο: Πως ήτανε, λέει, Μεγάλη Εβδομάδα, κι η νονά της, της είχε φέρει μια λαμπαδίτσα, με ένα μικρό κοριτσάκι ντυμένο Ινδιανάκι-κουκλάκι από πλαστικό. Θυμήθηκε ακριβώς εκείνη τη μέρα. Ήταν ένα Πάσχα που νόμιζε πως την είχαν ξεχάσει, ενώ ουσιαστικά, η νονά της, «μάντευε» όλα της τα όνειρα.  Τη νονά της τη σεβόταν πολύ και ο λόγος της «μετρούσε». Είχε πολύ καιρό να πάει στην εκκλησία. Το επόμενο πρωί, πήρε το αμάξι κι οδήγησε ως το χωριό της. Η Αγία Παρασκευή, ήταν ένα μικρό εκκλησάκι στο βουνό, σχεδόν αποκομμένο, κι εκείνη, ένιωσε για λίγο πάλι σα μωράκι, που ήθελε απλά να ζεσταθεί στο φως των κεριών και ν’ αναστηθούν τα όνειρά του.

Μαρία Σχίζα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου