Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό.Στο πρόσωπό του
μόνο διαγράφονταν όλα τα έντονα χρώματα από τις σελίδες που διάβαζε στον
υπολογιστή. Τα μάτια του έτρεχαν ασταμάτητα δεξιά κι αριστερά, σαν εκείνα τα
κουκλάκια με τα χαλαρά κεφάλια στο παρμπρίζ των αυτοκινήτων. Την απόλυτη σιωπή
του δωματίου αναστάτωσε το τρίξιμο της πόρτας.
«Δεν θα
κοιμηθείς;». Η Λυδία είχε περάσει μόνο το κεφάλι της και τα μαύρα μαλλιά της κάλυπταν
τα νυσταγμένα μάτια της.
«Δεν αργώ αγάπη…».
«Έχουμε ταξίδι
αύριο».
«ΕΧΩ ταξίδι
αύριο…», χαμογέλασε ο Άρης.
«Έχεις δώσει μια
υπόσχεση…». Έκανε μια γκριμάτσα κι έκλεισε την πόρτα. Ο Άρης κούνησε το κεφάλι
και χάθηκε στις σελίδες του διαδικτύου.
…στο Νεκρομαντείο, ο επισκέπτης δεν μεταβαίνει για
να πάρει απλά και μόνο ένα χρησμό, αλλά για να συνομιλήσει με τις ψυχές των
οικείων του, αλλά πεθαμένων προσώπων…
«Πολύ
ενδιαφέρον!», ψιθύρισε. Κράτησε κάποιες σημειώσεις στο μπλοκάκι του και άπλωσε
τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Πριν βγει από το δωμάτιο έριξε μια ματιά στο
εξώφυλλο του πρώτου του βιβλίου, κορνιζαρισμένο στον τοίχο, και χαμογέλασε.
Η επόμενη μέρα ήταν μουντή και βροχερή.
Ο Άρης φόρτωσε και την τελευταία βαλίτσα στο μικρό ασημί Golf,μπήκαν και ξεκίνησαν για την Πρέβεζα.
Σύννεφα μαύρα
πλαισίωναν τον ουρανό και χοντρές στάλες έσκαγαν με δύναμη στο παρμπρίζ, που σύντομα
έγιναν καταιγίδα. Η Λυδία είχε κολλήσει στην πλάτη της καρέκλας, τρέμοντας. Ο
Άρης πάρκαρε στο πλάι και περίμενε για λίγο να κοπάσει η μπόρα.
«Ακόμα δεν το
πιστεύεις έτσι;».
«Τι δεν
πιστεύω;».
«Πως σ’ αγαπώ!».
Την είδε να κατεβάζει το κεφάλι. Φαινόταν ακόμα λίγο δύσπιστη.
«Χρειάζομαι
αποδείξεις».
Ένα πολύχρωμο
ουράνιο τόξο αγκάλιασε τον ουρανό, όμοιο με ζωγραφιά μικρού παιδιού. Ο δρόμος
ήταν αρκετά υγρός και η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος γέμιζε τα ρουθούνια τους.
Στάλες έσταζαν μόνο από τα δέντρα με τα βαριά κλαδιά τους, χέρια τεράστιων
γιγάντων, έτοιμα να τους αρπάξουν, εξιτάροντας έτσι τη συγγραφική φαντασία του
Άρη. Μέχρι να έφταναν στη Πρέβεζα θα είχε έτοιμο το πρώτο κεφάλαιο. Είχε σκοπό
να βασανίσει τον ήρωα από την πρώτη κιόλας πρόταση. Θα τον έβαζε να ξυπνάει από
ένα περίεργο ατύχημα…
Οι παράλληλοι δρόμοι της φαντασίας και
της πραγματικότητας, πολλές φορές ενώνονται με μια τόσο δα κλωστή, λεπτή και
ασημένια…
Ένιωσε το σώμα του βαρύ, να χάνεται σε
ένα χαώδες κενό. Τριγύρω υπήρχαν κορδέλες πολύχρωμες, αλλά και σκούρες μαύρες.
Κάθε μια από αυτές έκρυβε μια ιστορία.δική του ιστορία. Παρακολουθούσε
σαν ταινία σε γρήγορη κίνηση τις σκέψεις του, τις επιθυμίες του, τα όνειρά του.
Από τις μαύρες, ζωντανές κορδέλες έβγαιναν οι εφιάλτες του, σαν πλοκάμια
τεράστιου χταποδιού, και προσπαθούσαν να τον αρπάξουν, να του απομυζήσουν κάθε
ρανίδα ζωτικής ενέργειας. Σήκωσε το κεφάλι προς τα πάνω και είδεμια λευκή οπή,
όπου ένα φως καθάριο και ζωντανό τρύπωνε μέσα στο έρεβος του σκοταδιού. Μια
περίεργη ζέστη απλώθηκε στο κεφάλι του, διαπερνόντας τις καστανόξανθες τούφες
των μαλλιών του,σαν χάδι στο πρόσωπο. Η τρύπα μεγάλωνε και τον πλησίαζε. Ένα
συναίσθημα, ωχρό, ξεθωριασμένο, απόμακρο. Οι κορδέλες τεντώνονταν και ήταν
έτοιμες να κοπούν. Ήθελαν να τον αγγίξουν. Άκουγε φωνές, μελωδίες, ουρλιαχτά.
Μέσα σε όλο αυτό το συνονθύλευμα εικόνων και ακουσμάτων, κατάφερε να ξεχωρίσει
έναν γνώριμο ήχο σε μέταλλο αλλά και ήχο. το όνομά του,μικρό,
δισύλλαβο. Και η φωνή τόσο γνώριμη και ζεστή. Άρη… Άρη…
«Άρη! Έλα σε
παρακαλώ! Σύνελθε… Μη με τρομάζεις». Η Λυδία είχε πέσει πάνω του.Ένιωθε
μουδιασμένος, βαρύς και κάτι ζεστό κυλούσε στον αριστερό κρόταφο. Ανοιγόκλεισε
κάμποσες φορές τα μάτια μέχρι να συνηθίσει το φως και ανασηκώθηκε. Όταν άρχισε
να ξεκαθαρίζει το οπτικό του πεδίο έριξε το βλέμμα του τριγύρω. Το αυτοκίνητο
ήταν σταματημένο σε γωνία, στο αντίθετο ρεύμα.
«Τι έγινε;».
«Γλιστρήσαμε!
Χτύπησες το κεφάλι σου στο τζάμι μπροστά… και… και… Θεέ μου, ήταν τρομερό! Από
τύχη γλιτώσαμε τον γκρεμό». Τα δάκρυά της μούσκευαν το μπράτσο του. Έριξε μια
ματιά αριστερά και είδε τον απόκρημνο γκρεμό. Ένιωσε τις τριχούλες στο σβέρκο
του να ορθώνονται. Κοίταξε στο καθρέφτη και παρατήρησε τη μελανιά και το αίμα
να τρέχει στο κεφάλι του.
Ο Άρης προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στο
δρόμο, αλλά το μυαλό του ήταν γεμάτο περίεργες εικόνες.
Βρήκαν το
ξενοδοχείο τους. μικρό, παραδοσιακό, λίγο έξω από την Πρέβεζα. Ο
Άρης έκανε ένα ντους, αλλά ένιωθε ακόμα ασφυκτικά. Κατέβηκε στηρεσεψιόν να
κάνει ένα τσιγάρο. Ο υπάλληλος τον κοίταζε περίεργα. Τα μάτια του ήταν μικρά
και χωμένα στις κόγχες του. Τα χαρακτηριστικά του έντονα και τσιτωμένα σε ένα
ωχρό πρόσωπο. Το μαλλί κολλημένο στο κρανίο, ζωγραφισμένο πάνω του κι όχι
ζωντανό και τα χείλη του, δύο γραμμές μαραμένες. Χαμογέλασε στον στεγνό αυτόν
άντρα, χωρίς ανταπόκριση, βέβαια. Ανεβαίνοντας τη σκάλα, του έριξε μια
τελευταία ματιά και είδε μια κόκκινη λάμψη να βγαίνει από τις τρύπες των ματιών
του, ή έτσι νόμισε τουλάχιστον.
Το πρωί ξύπνησε
απότομα από τους εφιάλτες που τον ταλαιπωρούσαν. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και
το τραύμα του έτσουζε. Γύρισε να δει τη Λυδία, αλλά το κρεβάτι ήταν άδειο. Πήρε
το κινητό και την κάλεσε, μα ήταν κλειστό. Έξω, μια περίεργη, πυκνή ομίχλη
κάλυπτε τα πάντα. Ντύθηκε, πήρε το σακίδιό του και κατέβηκε στο ισόγειο. Ο
άντρας της ρεσεψιόν βρισκόταν στην ίδια ακριβώς θέση με την ίδια ακριβώς
έκφραση.
«Μήπως άφησε
κάποιο μήνυμα η γυναίκα μου;».
Το πρόσωπο το
άντρα κινήθηκε ελαφρά, ίσα για να τον κοιτάξει στα μάτια.
«Ποια γυναίκα
σας;». Η απάντηση ήρθε ξερή, μηχανική.
«Η μελαχρινή
κοπέλα που ήταν μαζί μου».
«Μόνος σας
ήρθατε, κύριε».
«Κατάλαβα! Είναι
οι συνηθισμένες πλάκες τις Λυδίας. Έχετε χιούμορ πάντως και δεν σας φαίνεται»,
απάντησε, γελώντας ο Άρης, αλλά η μάσκα που είχε απέναντί του δεν κινήθηκε. Με
ένα αμήχανο νεύμα χαιρέτησε και βγήκε από το ξενοδοχείο. Πριν ξεκινήσει, άνοιξε
τον χάρτη, αποστηθίζοντας τη διαδρομή για το Νεκρομαντείο του Αχέροντα.
Το μόνο που ακουγόταν
ήταν ο θόρυβος της μηχανής και το ηχογραφημένο μήνυμα από το κλειστό κινητό της
Λυδίας. Μαύρες σκιές διαγράφονταν μέσα στους πυκνούς όγκους της ομίχλης, σαν
μορφές που πάσχιζαν να ελευθερωθούν.
Μετά από ώρα
έφτασε στο Νεκρομαντείο. Άφησε το αυτοκίνητο κάπου κοντά, γιατί η ομίχλη δεν
είχε αραιώσει. Οι πέτρες των ερειπίων άρχισαν να διαγράφονται μέσα από το
σύννεφο και δέντρα γυμνά πρόβαλαν τριγύρω. Ο Άρης αφουγκράστηκε μέσα στη σιωπή.
Κανένας ήχος, ούτε καν το φτερούγισμα ενός μικρού πουλιού. Έβγαλε τη
φωτογραφική μηχανή και το μπλοκάκι, κρατώντας κάποιες σημειώσεις. Ξαφνικά
άκουσε κάτι σαν σούρσιμο στο έδαφος. Πετάχτηκε σαν την είδε… Μια γυναικεία
φιγούρα με φαρδύ φόρεμα εποχής και πρόσωπο δίχως χαρακτηριστικά,σκούρο και
ακαθόριστο. Μορφή συγκεχυμένη, σαν συνέχεια της ομίχλης. Μετά από ένα γρήγορο
πετάρισμα των βλεφάρων η μορφή είχε εξαφανιστεί. Ο Άρης ανατρίχιασε.
«Ποιος είναι
εκεί; Λυδία!».
Έβαλε το
σημειωματάριο στο σακίδιο και περπάτησε προς το σημείο που την είδε. Η απόκοσμη
σιωπή έπαψε. Ήχοι από φωνές απόμακρες, λες και τις χώριζε κάποιος αόρατος
τοίχος. Ύστερα σταμάτησαν απότομα, όπως ακριβώς είχαν αρχίσει.
Προχωρώντας προς
το κεντρικό χώρο του Νεκρομαντείου άρχισε να αισθάνεται ζέστη. Έβγαλε σακίδιο
και μπουφάν,άνοιξε δύο κουμπιά από το πουκάμισό του και σκούπισε τον ιδρώτα με
την ανάστροφη του χεριού του. Οι περίεργοι ήχοι άρχισαν πάλι, σαν όργανα
μουσικής. Μελωδικοί και γεμάτοι στόμφο, μα μακρινοί, δυσδιάκριτοι. Η
θερμοκρασία άλλαξε απότομα. Ένα πέπλο παγωνιάς τον τύλιξε, τόσο δυνατό που
άρχισε να αισθάνεται τον ιδρώτα του να κρυσταλλώνει. Φόρεσε το μπουφάν και
σήκωσε το γιακά αρκετά ψηλά. Μικρές φωτεινές μάζες, σαν φλόγες αιωρούμενες
εμφανίστηκαν απέναντι, μοιάζοντας με μικρές πυγολαμπίδες και πέταξαν στον χώρο.
Με φόρα εξαφανίστηκαν σε μια τρύπα του εδάφους. Ο Άρης πλησίασε έντρομος και
παρατήρησε το άνοιγμα. Μια πέτρινη σκάλα χανόταν στα έγκατα της γης.
Προς στιγμήν
δίστασε, μα πήρε την απόφαση, όταν άκουσε την απόμακρη φωνή της Λυδίας να τον
καλεί από τα βάθη του ανοίγματος.
«Που είσαι
πονηρό θηλυκό; Πως τα έκανες όλα αυτά;».
Ο αντίλαλος της
φωνής του γέμισε την αίθουσα. Δεν πήρε καμία απάντηση, παρά ένα αχνό γελάκι που
χάθηκε κι αυτό στον πνιχτό αέρα. Οι αψιδωτές καμάρες τον ενθουσίασαν. Έβγαλε τη
φωτογραφική μηχανή κι αφέθηκε στο μονότονο “κλικ”. Παρατηρώντας τις λήψεις του,
πρόσεξε πωςυπήρχε ένα σύμβολο στον τοίχο. Σαν αράχνη με δύο πόδια δεξιά κι άλλα
δύο αριστερά, που σχημάτιζαν γωνία και τα αντίστοιχα πιο μικρά χέρια στο πάνω
μέρος. Στη θέση του κεφαλιού,κάτι σαν μικρή τρίαινα, με το μεσαίο κομμάτι
κοντύτερο, και στο κάτω μέρος μια φούσκα στρογγυλή. Πλησίασε τα σημεία, όπου
απεικονιζόταν το σύμβολο στις φωτογραφίες, μα στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τίποτα.
Έτρεξε και στους υπόλοιπους τοίχους, όμως μάταια. Τα πόδια του άρχισαν να
τρέμουν, τα γόνατά του σχεδόν λύγισαν.
Εκείνο που ακολούθησε,
όμως, τον κόλλησε στον τοίχο. Μορφές άυλες, διαφανείς, έκαναν πομπή στο χώρο.
Μπροστά τρεις ιερείς με πρόσωπα αυστηρά και ρυτίδες να αυλακώνουν τα πρόσωπά
τους. Παρά πίσω κόσμος έκλαιγε και οδυρόταν. Γυναίκες ξερίζωναν τις τρίχες από
τα μαλλιά τους, άντρες με πρόσωπα χαρακωμένα από τον πόνο, παιδιά με μάτια
κλαμένα και βλέμματα μελαγχολικά. Κι όλοι αυτοί, γεννήματα άλλης εποχής,
παλιάς, άγνωστης. Από τα χέρια τους έπεφταν κουκιά κι απ’ άλλους βότανα. Επισκέπτες
του Νεκρομαντείου, οι οποίοι είχαν υποβληθεί σε αυστηρή δίαιτα για να μπορέσουν
να επικοινωνήσουν με τους νεκρούςτους. Δεν καταλάβαινε τη γλώσσα τους, ο πόνος,
όμως, ήταν έκδηλος στα πρόσωπά τους. Πέρασαν από μπροστά του κι ύστερα
διαλύθηκαν στον αέρα.
Βροχή δυνατή
άρχισε έξω, κάνοντας δυνατό θόρυβο. Νερά άρχισαν να εισχωρούν.νερά
πύρινα, σαν από λάβα καμωμένα. Δημιουργούσαν ρυάκια από μικρές φωτιές. Ο Άρης,
τρέμοντας, πισωπάτησε, ώσπου έχασε τη γη από τα πόδια του. Βρέθηκε να
κατρακυλάει σε μια δεύτερη σκάλα, βαθύτερα στη γη. Σαν συνήλθε άκουσε ένα
ξερόβηχα. Τα μάτια του άρχισαν να συνηθίζουν στο σκοτάδι και παρατήρησε μια
μορφή στη γωνία της αίθουσας. Δεν ήταν άυλη, μα ολοζώντανη. Πλησίασε με κομμένη
την ανάσα. Ένας ισχνός άντρας, λιπόσαρκος, με λευκά, μακριά και βρώμικα γένια,
που χάιδευαν το διαγεγραμμένο στέρνο του. Γύρω από τους γοφούς διπλωνόταν ένα λιγδιασμένο
ύφασμα. Δεξιά κι αριστεράέζεχναν ακαθαρσίες και σκόρπια κουκιά. Το κεφάλι του
ριγμένο μπροστά και τα χέρια, άψυχα θαρρείς, στο πλάι. Το σώμα του Άρη είχε
μουδιάσει, τα πόδια του δεν τον στήριζαν, μα κάτι τον τραβούσε σ’ εκείνον τον αλλόκοτο
γέροντα. Έφτασε σε απόσταση αναπνοής, κάθισε πάνω στα πόδια του και
αφουγκράστηκε ώστε να ακούσει την αναπνοή του. Σιωπή,απόλυτη ησυχία. Τα δάκτυλά
του είχαν σχεδόν φτάσει τον ώμο του λιπόσαρκου ηλικιωμένου. Ξαφνικά, σήκωσε το
κεφάλι του με μια απότομη κίνηση. Ο Άρης πετάχτηκε και έπεσε προς τα πίσω.
«Ποιος είσαι
εσύ;», ακούστηκε η βραχνή φωνή του γέρου.
«Άρης…».
«Χμμμμ… Κάτσε
κοντά μου… Άρη!».
Σηκώθηκε αργά
από το έδαφος και πλησίασε τον γέρο.
«Ξέρεις που
βρίσκεσαι;», συνέχισε να ρωτά ο γέρος με τη βαθιά, αλλόκοτη φωνή του.
«Στο Νεκρομαντείο
του…».
«Από τη φύση μας
οι άνθρωποι δεν μπορούμε να μένουμε μόνοι, χρειαζόμαστε συντροφιά», τον διέκοψε
ο γέρος. «Σ’ αυτό το όμοιο, λοιπόν, ον, που επιλέγουμε για να καλύπτει τις
ψυχικές, και όχι μόνο, ανάγκες, έχουμε μεγάλη ευθύνη».
«Δεν
καταλαβαίνω!», τον κοίταξε απορημένος ο Άρης μέσα στα μάτια.
«Νιώθεις
μοναξιά, νεαρέ;».
«Όχι…».
«Νιώθεις
μοναξιά;», επέμενε ο γέρος.
«Υπάρχουν
στιγμές… ναι!».
«Και πως
λυτρώνεσαι;».
«Προσπαθώ να μην
είμαι μόνος».
«Γιατί
αποφάσισες να ζήσεις μαζί της;».
«Ήρθα εδώ για να
συλλέξω στοιχεία για το βιβλίο μου, συμβαίνουν τα απίστευτα πράγματα και τώρα
μου κάνει ανάκριση ένας… ένας ηλικιωμένος που δεν γνωρίζω…». Είχε σηκωθεί
όρθιος και φώναζε. Οι φλέβες είχαν πεταχτεί στο πρόσωπό του και τα μάτια του
είχαν βουρκώσει.
«Είσαι ελεύθερος
να φύγεις…».
«Αυτό θα κάνω!»,
φώναξε εξοργισμένος, με έναν θυμό, που δεν μπορούσε να καταλάβει από πού
προερχόταν. Κίνησε να φύγει.
«Έχεις και
κάποιες υποσχέσεις που εκκρεμούν».
Στη ραχοκοκαλιά
του κύλησε κρύος ιδρώτας και το μυαλό του άδειασε. Γύρισε με μάτια διάπλατα και
κοίταξε τον ερειπωμένο γέρο.
«Πως…».
«Αυτό κάνουμε
πάντα οι άνθρωποι. Δίνουμε υποσχέσεις, που κάποιες τηρούμε και κάποιες όχι!».
Ο Άρης κάθισε
πάλι στη θέση του, πιο ήρεμος.
«Πως βρέθηκες
εσύ εδώ;».
«Περιμένω… Κάνω
δίαιτα… Ξέρεις, αν δεν κάνεις, δεν μπορείς να δεις τους αγαπημένους σου. Κάποια
στιγμή θα τον δω… Έτσι όπως ήταν πάντα, καμαρωτός, γενναίος, με τη βαριά
πανοπλία και τη σπάθα στο πλάι… Ήταν καλός πολεμιστής… Ήρωας!».
«Μα…».
«Κι εσύ είσαι
γενναίος. Ξέρεις να κρατάς τις υποσχέσεις σου».
«Δεν κράτησα
καμία υπόσχεση».
Ο γέρος τον
κοίταξε και η γραμμή των χειλιών του έγινε λίγο καμπυλωτή.
«Τι φοβάσαι
περισσότερο;»
«Δεν φοβάμαι…
Τουλάχιστον δεν έχω φοβηθεί μέχρι σήμερα… Ίσως… ναι, το μόνο που φοβάμαι είναι
να μην πάθουν κακό τα πρόσωπα που αγαπώ».
«Το απέδειξες
αυτό!».
«Πως;»
«Φοβάσαι τον
θάνατο;».
«Κάποτε με
τρόμαζε, αλλά όταν έχασα τον πατέρα μου, άλλαξαν όλα».
«Δεν θυμάμαι
πόσο καιρό περιμένω εδώ. Μόνο για μια ματιά… Ένα βλέμμα και ύστερα… Ύστερα ας
χαθώ. Αλλά δεν έρχεται… Μου είχαν υποσχεθεί πως θα τον δω... Κι εσύ είχες δώσει
μια υπόσχεση και την τήρησες. Είσαι άξιος!».
«Ξέρεις;».
«Το φωνάζουν
όλοι εδώ μέσα! Δεν ακούς τις φωνές; Άκου;».
Κάποιους
θορύβους έπιασε από μακριά αλλά τίποτα το ξεκάθαρο.
«Δεν μπορώ ν’
ακούσω…».
«Δεν έκανες
δίαιτα! Προσπάθησε να αδειάσεις το μυαλό σου και θα ακούσεις… Θα ακούσεις!».
Συγκεντρώθηκε,
κλείνοντας τα μάτια. Άρχισε να νιώθει ελαφρύς, σαν να ξεκολλούσαν τα πόδια του
από το έδαφος. Άκουσε φωνές, λέξεις.
«Κάτι… κάτι
ακούω!».
«Πες το!».
«Θυσία…».
«Οι νεκροί πάντα
ξέρουν…», είπε ο γέρος κι έριξε πάλι το κεφάλι του μπροστά και τα χέρια στο
πλάι. Ο Άρης σηκώθηκε όρθιος, πισωπάτησε κι άρχισε να τρέχει. Ανέβηκε τις
σκάλες. Ήθελε να φωνάξει, να ουρλιάξει, μα δεν μπορούσε. Πνιγόταν, χρειαζόταν
αέρα. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά η ομίχλη βρισκόταν ακόμα εκεί, σαν φίδι από
καπνό. Αγκάλιαζε τις πέτρες, το μνημείο, τα ξερά χορτάρια, τα άφυλλα δέντρα.
Κατευθύνθηκε
προς το αυτοκίνητο. Πουθενά. Κάθισε σε μια πέτρα κι έβαλε το πρόσωπο στα χέρια
του. Ήθελε να κλάψει, μα τα μάτια του ήταν στεγνά. Άκουσε τότε βήματα. Όρθωσε
το κεφάλι και κοίταξε ολόγυρα. Την είδε από μακριά. Ήταν η Λυδία. Η ομίχλη την
έκανε θολή, σκούρα. Όλο πλησίαζε. Όταν καθάρισε λίγο η εικόνα της, ο Άρης
ταραγμένος σηκώθηκε. Είχε έναν επίδεσμο στο κεφάλι και το χέρι της σε νάρθηκα.
«Τι έπαθες;»,
της φώναξε, μα δεν πήρε απάντηση. Έφτασε κοντά και τον προσπέρασε. Τα μάτια της
ήταν άδεια και δύο μαύροι κύκλοι κρέμονταν από κάτω. Φαινόταν σαν… νεκρή. Ο
Άρης θυμήθηκε τα λόγια του γέρου. Οι νεκροί πάντα ξέρουν…
Έτρεξε να τη
πιάσει, μα όταν την ακούμπησε χάθηκε στη μορφή της. Ήταν νεκρή! Κύματα οργής
και θλίψης τον συνεπήραν, αλλά δεν μπορούσε να τα εκφράσει. Χιλιάδες ερωτήματα,
πως, γιατί, πότε… Καμία απάντηση.
Η Λυδία
σταμάτησε μπροστά από το Νεκρομαντείο. Τα μάτια της γέμισαν δάκρια. Ένα
ουρλιαχτό και μια λέξη μπλέχτηκαν στον αέρα.
«Γιατί;».
Ο Άρης πλησίασε
θολωμένος. Ήταν δίπλα της, τόσο κοντά και τόσο μακριά συνάμα. Ήθελε να την
αγγίξει, να την αγκαλιάσει και να την καθησυχάσει, μα ήταν νεκρή.
«Γιατί, το
έκανες;», συνέχισε να μονολογεί η Λυδία. «Όχι έτσι! Δεν ήθελα μια τέτοια
απόδειξη…». Τα λόγια της, τον μπέρδεψαν. Ξαφνικά εικόνες ήρθαν στο μυαλό του.
Το αυτοκίνητο που γλιστρούσε… ο γκρεμός δίπλα… η πόρτα που άνοιξε. Όχι η δική
του, της Λυδίας. Κι ένα χέρι, το δικό του, να τη σπρώχνει έξω. Κι αυτός έπεφτε…
έπεφτε…
Η καρδιά του
ησύχασε. Ο νους ηρέμησε. Η ομίχλη έφυγε. Ένας ήλιος λαμπερός φώτισε τα πάντα.
Από το πρόσωπό του έφυγε η αγωνία κι ένα χαμόγελο πήρε τη θέση της. Άπλωσε το
χέρι του και άγγιξε το μάγουλο της Λυδίας. Ύστερα κατευθύνθηκε προς το λαμπερό φως.
Η Λυδία ένιωσε
ένα ελαφρύ αεράκι να της χαϊδεύει το πρόσωπο. Κοίταξε το Νεκρομαντείο του
Αχέροντα κι έφερε το χέρι χαμηλά στη κοιλιά της…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου