Η Άννα
είχε κουραστεί από το διάβασμα για την πτυχιακή της στη Στοιχειομετρία, και
πήρε ένα βιβλίο με διηγήματα του Στράτου Ζερβάκη που λεγόταν «Κόκκινα Φθινόπωρα», για να ξεσκάσει
λίγο.
Το άνοιξε και ξεκίνησε να διαβάζει με τόσο
έντονο ενδιαφέρον, ώστε «χάθηκε» στις ρομαντικές σελίδες του. Ήταν
απορροφημένη, τόσο, που δεν αντιλήφθηκε τον Άλκη, που μπήκε σπίτι χαρίζοντάς
της ένα φιλί στο μέτωπο, το οποίο του ανταπέδωσε μηχανικά, χωρίς να βγει από
την ιστορία που ήταν η εξής:
“12-10-2007: ‘Από μνήμης… ‘
Κοιτούσα με μανία από το μεγάλο παράθυρο το στήσιμο της λατέρνας, που,
κάθε χρόνο τέτοια μέρα, έστω για δυο ώρες , έστεκε μονάχη της κι έλεγε τα
«ωραία» της. Κοιτούσα με μανία τη γειτονιά που με πήρε στα «χέρια» της βρέφος
και μ’ έκανε ολόκληρο άντρα, με το στρατιωτικό κιόλας μόλις τελειωμένο.
Στην Αθήνα πήγα για πτυχίο Νομικής και γύρισα στην επαρχία «ο πρώτος»
κιθαρίστας. Την αγαπούσα την κιθάρα πολύ.
Τώρα πριν από κάθε δίκη παίζω λίγες νότες «από μνήμης», έτσι «για το
καλό».
Κάθεχρόνο τέτοια μέρα όμως, μένω
πάντα στο «πατρικό» μου και «ξαναδιαβάζω» τα γνώριμα εκείνα πρόσωπα. Κι είν’
όλα όπως τά’ ξερα μικρός. Όπως τ’ άφησα, πριν έρθει εκείνη η νύχτα των δεκαοχτώ
μου χρόνων, που με μεγάλωσε απότομα. Ήταν η μεγάλη μέρα τότε.
12 Οκτωβρίου είχε τα γενέθλιά της, κι εγώ το’ χα αποφασίσει πως «το
κορίτσι της λατέρνας θα το κάνω δικό μου, ο κόσμος να χαλάσει!»…
Ήταν στη λατέρνα η φωτογραφία της, η πιο θαυμαστή απ’ όλες! Κι ο
πατέρας καμάρωνε για την κόρη του. Το’ ξερε πως την αγαπώ και καμάρωνε όλο και
πιο πολύ. Κι εγώ καμάρωνα γιατί και’ κείνη το’ ξερε πως την αγαπώ και
χαζογελούσε. Τι όμορφο που ήταν το χαμόγελό της! Ο τόπος όλος φωτιζόταν και
γέμιζε ζωηρά χρώματα. Τόσον καιρό αυτή τη στιγμή περίμενα. Από μικρός μάθαινα
όλα τα τραγούδια απ’ έξω για να φτάσει εκείνη η Άγια ώρα που θα λέγαμε το δικό
μας. Είχα ξοδέψει τα πρώτα μου λεφτά να της χαρίσω ένα λευκό τριαντάφυλλο… Θεέ
μου, πόσο γρήγορα χτυπούσε η καρδιά μου πάνω στο ποδήλατο. Θεέ μου, πόσο
γρήγορα έφτασα σ’ εκείνο το σπίτι! Κι όμως αν είχα φτάσει λίγο πιο πριν, θα την
προλάβαινα! Να μην τρέξει να με βρει, θα πήγαινα εγώ. Θα το άκουγε το «σ’αγαπώ»
να βγαίνει απ’ τα χείλη μου δειλά, παιδικά, αθώα. Τώρα άκουσε μόνο το αυτοκίνητο
που ήρθε κατά πάνω της, κόβοντάς της βίαια το μπουμπούκι της νιότης. Άκουσε και
τη δική μου κραυγή, που βγήκε λυσσασμένα από μέσα μου. Άφησα με πόνο το λευκό ρόδο
πλάι στο ματωμένο κι άψυχο κορμί της, κι έκλαψα. Έκλαψα σαν άντρας πρώτη μου
φορά.
Και σήμερα, δώδεκα χρόνια μετά, ψελλίζω πρώτη φορά τ’ όνομά της, χωρίς
να μου κόβει ο λυγμός την πνοή. Έτσι απλά. Από μνήμης!”.
Η Άννα έκλεισε το βιβλίο και με
πρησμένα μάτια είπε στον Άλκη, που είχε επιστρέψει δίπλα της από την κουζίνα,
πως τον αγαπούσε μ’ όση καρδιά είχε μέσα της. Εκείνο το βράδυ, μαζί με το κορμί
της, του χάρισε κι όλη της την ψυχή, κι έμειναν αγκαλιασμένοι για ώρες, ταξιδεύοντας
μαζί, στο μαγικό, στο αιώνιο. Ξορκίζοντας το θάνατο, τον όποιο θάνατο.
Κι ύστερα
παραδόθηκαν σ’ έναν ύπνο κοινό, βαθύ και ήρεμο, με όνειρα νοσταλγικά, που
επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Το επόμενο πρωί, αντάλλαξαν μια ζεστή αγκαλιά κι έναν
όρκο, που μέχρι και σήμερα είναι απαράβατος: μη στεναχωριέσαι για τίποτε, η ζωή είναι ένας
<έρωτας> συνεχόμενος!!!!
Μαρία Σχίζα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου