Η καρδιά δε χτυπούσε στον κανονικό της ρυθμό. Ο
ρυθμός της είχε γίνει πια ένα με το γνώριμο εκείνο χτύπο που ηχούσε καιρό τώρα
στα όνειρά της. Έτρεχε να συναντήσει τα όνειρά της και χωρίς να το θέλει,
βρέθηκε ν’ακολουθεί την πορεία του Μυστικού Δρόμου. Ο δρόμος των ονείρων της
την οδηγούσε σιγά-σιγά , μα σταθερά, στο δρόμο εκείνου. Ένα δρόμο , που, ίδιος
τραγούδι που δεν ήξερε τα λόγια του, την έκανε να χορεύει. Να χορεύει σ’ένα
ρυθμό πρωτόγνωρο. Το ρυθμό της καρδιάς της ,που πια , ήταν ολόιδιος με το ρυθμό
της δικής του καρδιάς. Η ορμή του ανέμου τάχυνε πιο πολύ το βήμα της. Ήθελε να
του στείλει με τον άνεμο το φιλί της, μα δε μπόρεσε. Ο άνεμος σου παίρνει με
δύναμη την πνοή, μα δεν την ξαναφέρνει ποτέ πίσω. Και το κυριότερο: Δεν τη στέλνει
με την ίδια δύναμη σ’αυτούς που αγαπάς. Μα μην αφήνεις την πνοή σου να γίνει
έρμαιο του ανέμου. Να τη χαρίζεις απλόχερα. Γιατί, η αγάπη με τη δύναμή της, σε
κάνει πιο δυνατό κι απ’τον αέρα. Σε ανακαινίζει. Κι όταν αγαπάς, δεν
καταλαβαίνεις. Νιώθεις. Μόνο νιώθεις. Και προχωράς. Προχωράς με βήματα που δεν
τα ξέρεις. Με βήματα που τα μαθαίνεις
εκεί, στην τελευταία ανάσα. Εκεί που η αγάπη χάνεται και δε σου μένει πια
δύναμη. Δε σου μένει πια μιλιά. Φωνή να πεις Σ’ΑΓΑΠΩ. Κι ούτε ζωή δεν έχεις
πια. Ούτε ζωή να φλέγεται, ούτε ζωή να σβήνει. Και δε μπορείς να κάνεις πια
τίποτα. Γιατί δεν υπάρχει πια τίποτα να κάνεις. Κι ο δρόμος προς το Φως μοιάζει
με’κείνον που τράβηξε μια νύχτα σκοτεινή, σαν όλες τις άλλες, μέσα σ’ένα βαγόνι,
το κορίτσι με τα λαμπερά μάτια, μάτια στο χρώμα της ελπίδας, με τον άνεμο, που,
μπορεί να μην έστειλε το φιλί της σ’εκείνον, πήρε όμως έναν ήλιο κόκκινο,
κατακόκκινο, από’κείνους που μόνο τα ερωτευμένα μάτια βλέπουν. Κι από την
αγκαλιά του , ρόδισε με το δώρο αυτό ο άνεμος τα χείλη της Ωραίας που ταξίδευε,
με την καρδιά να τρέμει σαν τριαντάφυλλο την ώρα που το κόβεις. Σαν
τριαντάφυλλο, που , κατακόκκινο, ίδιο καρφίτσα σε τρυπάει. Σε τρυπάει στο
στήθος και παίρνει το αίμα σου , όταν αγαπάς. Και το τριαντάφυλλο δεν είναι πια
κόκκινο. Μένει λευκό. Λευκό κι αγνό, σαν παιδική ψυχούλα που δεν την πλήγωσε
ποτέ κανείς. Τις ψυχές που γελάνε δεν καταφέρνεις να τις πληγώσεις. Έχουν φωτιά
που καίει τις πληγές. Μόνο το άρωμα, μόνο το άρωμα του ρόδου παραμένει ίδιο,
και, κάθε τόσο δυναμώνει. Και τρέφεται το τριαντάφυλλο στην καρδιά. Ένα
τριαντάφυλλο στην καρδιά, τρέφεται απ’τον ήλιο. Τον ήλιο, που, η θέρμη του
ζεσταίνει τα χείλη. Χείλη που δίνουν το πιο μεγάλο φιλί. Τόσο, που μοιάζει
ψέμα, στα χείλη εκείνου. Εκείνου, που είναι η αλήθεια της. Κι ο άνεμος έχει
κάνει το καθήκον του.
Μαρία
Σχίζα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου