Εκείνη ήταν όλη του η ζωή. Έμοιαζε να την ξέρει χρόνια, κι όμως, μόλις ένα λεπτό πριν την είχε δει
να γελά μέσα στο πλήθος, και το γέλιο της, αντήχησε λες κι ήταν η πιο γλυκιά μελωδία του κόσμου. Κι είχε έρθει αυτό το γέλιο έτσι ξαφνικά. Όσο ξαφνικά έφυγε. Όπως έρχονται και φεύγουν τα γέλια και τα πρόσωπα. Τα μάτια. Μάτια που γελάνε σαν την Άνοιξη. Φως εωθινό, γαλήνη στην ψυχή του, που ζητά επίμονα τη ζωή που δεν έζησε. Μια ζωή, που του χρωστάει γέλια και πρόσωπα. Μόνη του παρηγοριά τα τραίνα. Όμως, η αγάπη που φλέγεται στον πυρετό του κορμιού του, δε χωρά σε βαγόνι πια. Και μοιάζει η ζωή του με νησί απο 'κεινα που βλέπει τις νύχτες στον ήρεμο ύπνο του. Μα τούτη η ζωή, είναι που δεν έζησε. Τα όνειρά του γίνονται άστρα απο' κεινα που μετράνε τα παιδιά, όταν η νύχτα φορά το μαύρο της φουστάνι. Εκείνη τη νύχτα το παιδί μέσα του, που εκείνος πάντα το ακολουθεί στα παράξενα παιχνίδια του, κοιτούσε αποσβολωμένο τα πυροτεχνήματα που έκαναν το σκοτάδι φως και πάλι. Στο μικρό ξωκλήσι οι ψαλμωδίες της αναστάσιμης μέρας 'μοιάζαν με'κεινο το γέλιο, που'χε χαθεί για χρόνια. Το γέλιο της. Γάργαρο νερό μέσα του κυλάει κι η ψυχή ξεδιψάει μεμιάς. Αγίασμα το Φιλί της Αγάπης φτάνει και σ'εκείνον. Αγγίζει απαλά τα χείλη του. Κάνει το κορμί του να ριγεί. Κι η Άνοιξη μοσχοβολά τριγύρω. Κι η αγάπη χορταίνει την αγκαλιά. Και τότε μοιάζεις να λες :"Γλυκιά η Άνοιξη όταν αγαπάς. Κι όμορφη η ζωή όταν γελάς". Και η ζωή κάθε Άνοιξη ξεπληρώνει το χρέος της, γιατί ανασταίνει συναισθήματα και βγάζει στο φως πνοές. Κι είναι 'κείνες οι φορές που λες :"Άνοιξη θέλω να πεθάνω ".
Μαρία Σχίζα
να γελά μέσα στο πλήθος, και το γέλιο της, αντήχησε λες κι ήταν η πιο γλυκιά μελωδία του κόσμου. Κι είχε έρθει αυτό το γέλιο έτσι ξαφνικά. Όσο ξαφνικά έφυγε. Όπως έρχονται και φεύγουν τα γέλια και τα πρόσωπα. Τα μάτια. Μάτια που γελάνε σαν την Άνοιξη. Φως εωθινό, γαλήνη στην ψυχή του, που ζητά επίμονα τη ζωή που δεν έζησε. Μια ζωή, που του χρωστάει γέλια και πρόσωπα. Μόνη του παρηγοριά τα τραίνα. Όμως, η αγάπη που φλέγεται στον πυρετό του κορμιού του, δε χωρά σε βαγόνι πια. Και μοιάζει η ζωή του με νησί απο 'κεινα που βλέπει τις νύχτες στον ήρεμο ύπνο του. Μα τούτη η ζωή, είναι που δεν έζησε. Τα όνειρά του γίνονται άστρα απο' κεινα που μετράνε τα παιδιά, όταν η νύχτα φορά το μαύρο της φουστάνι. Εκείνη τη νύχτα το παιδί μέσα του, που εκείνος πάντα το ακολουθεί στα παράξενα παιχνίδια του, κοιτούσε αποσβολωμένο τα πυροτεχνήματα που έκαναν το σκοτάδι φως και πάλι. Στο μικρό ξωκλήσι οι ψαλμωδίες της αναστάσιμης μέρας 'μοιάζαν με'κεινο το γέλιο, που'χε χαθεί για χρόνια. Το γέλιο της. Γάργαρο νερό μέσα του κυλάει κι η ψυχή ξεδιψάει μεμιάς. Αγίασμα το Φιλί της Αγάπης φτάνει και σ'εκείνον. Αγγίζει απαλά τα χείλη του. Κάνει το κορμί του να ριγεί. Κι η Άνοιξη μοσχοβολά τριγύρω. Κι η αγάπη χορταίνει την αγκαλιά. Και τότε μοιάζεις να λες :"Γλυκιά η Άνοιξη όταν αγαπάς. Κι όμορφη η ζωή όταν γελάς". Και η ζωή κάθε Άνοιξη ξεπληρώνει το χρέος της, γιατί ανασταίνει συναισθήματα και βγάζει στο φως πνοές. Κι είναι 'κείνες οι φορές που λες :"Άνοιξη θέλω να πεθάνω ".
Μαρία Σχίζα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου