Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

«Μικρή Αμερική…»





Ο Στάθης διάβαζε το αγαπημένο του βιβλίο, το καινούργιο βιβλίο αυτοβοήθειας της Simona Ray, με τον ευφυή τίτλο, που σε ελληνική μετάφραση αποδίδεται ως « Οι ανθρώπινες σχέσεις ως αντιβίωση για καλύτερο μέλλον». Λάτρευε το χιούμορ της συγκεκριμένης ψυχολόγου, που δεν ήταν καθόλου « μασημένο» και, καταπιανόταν με σημαντικά θέματα καθημερινής διαβίωσης, αλλ’ ωστόσο, αναφερόταν με τρόπο χιουμοριστικό και εύληπτο, στις μικρές, αλλά ουσιαστικές λεπτομέρειες, που δίνουν τρόπο στη ζωή ν’ αξίζει τον κόπο.
Η συγγραφέας είχε κάτι στ’ όνομά της, που τον έκανε να χαμογελάει, γιατί, ένας φίλος του Κρητικός το διάβασε: Χυμό να ρέει. Κι ύστερα του είπε μια ιστορία, που εξηγεί ότι το χιούμορ είναι ο χυμός της ανθρώπινης ψυχής, που αναζωογονεί τους ανθρώπους. Όπως και να έχει το βιβλίο αυτό, τον έχει βοηθήσει όλα αυτά τα χρόνια να εξελίξει τη δουλειά του, τόσο στο κομμάτι της διδασκαλίας, όπου βοηθούσε ψυχολογικά, παιδιά κι εφήβους, να επανέλθουν από ισχυρά σοκ διατελώντας σχολικός ψυχολόγος, όσο και στην έρευνά του για την ιατρική αποκατάσταση ανθρώπων που έχουν υποστεί κακώσεις στο νωτιαίο τους μυελό. Κάποια στιγμή, ένιωσε ένα χέρι στα βλέφαρά του και κάποια με δυσκολία στην άρθρωση να φωνάζει: «Έκπληξη! Έκπληξη!». Ο ίδιος έκανε πως δεν είχε καταλάβει τίποτα. Ας είχε ακούσει πέντε λεπτά νωρίτερα, τον ήχο από τις καναδικές βακτηρίες να πλησιάζει.
Τι σόι ψυχολόγος ήταν;
Η Λήδα βέβαια, τον έπρηζε να γίνει ηθοποιός, γιατί της έλεγε συνέχεια αστεία, κι όπως παραδέχτηκε αργότερα και η ίδια, στην αρχή, ο Στάθης, είχε γίνει τα ίδια της τα πόδια και τη στήριζε σε κάθε της απόφαση, μέχρι να αποκτήσει εκείνη τη σχετική της αυτονομία. Η αλήθεια είναι πως κι η ίδια το προσπαθούσε όλο και πιο πολύ, κάθε μέρα και πιο πολύ. Κι αυτό όχι γιατί ένιωθε αισθητική μειονεξία. Άλλωστε, δούλευε για χρόνια εθελοντικά, βοηθώντας παιδάκια με Σύνδρομο Down, Αυτισμό και άλλες συγγενείς αναπηρίες και είχε αποκτήσει μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για την ομορφιά. Η ομορφιά για εκείνη σήμαινε θέληση. Έτσι λοιπόν, το μόνο που της ξένιζε, ήταν ότι, ενώ είχε συνηθίσει να φροντίζει για όλους και για όλα, τώρα είχε δυσκολία ακόμα και στην αυτοεξυπηρέτησή της, ακόμα και στο να φροντίζει την προσωπική της υγιεινή. Το μόνο που την έσωζε ήταν η χρόνια τριβή της με τα παιδάκια, που την έκανε να δει ξεκάθαρα, ότι η κινητήριος δύναμη των ανθρώπων, όλων των ανθρώπων, μικρών και μεγάλων, βρίσκεται στην καρδιά τους. Το βελούδινο βλέμμα, σε μενεξεδιές αποχρώσεις που από μωρό είχε η Λήδα, ατενίζει έτσι το μέλλον με αισιοδοξία. Τα κατάξανθα φυσικά μαλλιά της ανεμίζουν σ’ ένα γλυκό αεράκι, που την κάνει να ξεχνά το μεγάλο κραδασμό, που δίνοντας εμπρόσθια κλίση στο κορμί της, παραλίγο να της στοιχίσει τη ζωή. Πήγαινε να πιάσει βάρδια στο μικρό Bistro, Blue Cherry, πρώτη μέρα, μα, δεν πρόλαβε.   Τώρα όμως είναι εδώ. Ο μπαμπάς της, της είπε πως το όνομά της, το είχε διαλέξει με τη μητέρα της, από τα Άρλεκιν και τα Βίπερ Νόρα, που διάβαζε εκείνη, όσο αυτός συνόδευε τους μήνες της εγκυμοσύνης της, παίζοντας κιθάρα. Το είχαν διαλέξει από μια κομμένη και ζαχαρωμένη φλουδίτσα λεμονιού, που όπως έγραφε το βιβλίο κάποιος Leo, είπε στην αγαπημένη του, τη Δανάη, πως μοιάζει με ένα φεγγάρι γλυκούλι, σα ζαχαρωτό, μελένιο. Συνδύασαν λοιπόν τις αρχικές συλλαβές από τα ονόματα των ηρώων και, ιδού: Λήδα!!!  Όταν είπε την ιστορία στο Στάθη, εκείνος την είπε « αρλεκίνο» και την έκανε να γελάσει. Βασικά, το χαμόγελο και οι αγκαλιές, που είχε μάθει από κοριτσάκι να χαρίζει απλόχερα, ήταν η ζωντανή απόδειξη, ότι δεν είχε παραλύσει συναισθηματικά. Κοιτάζει τον ψηλό, γελαστό, γεματούλη, πρασινομάτη άνδρα δίπλα της, και, νιώθει την καρδιά του κάτω από το σταρένιο γυμνασμένο δέρμα του, να χτυπά ρυθμικά δίπλα στη δική της. Με το αδύναμο χέρι της, του ανακατεύει τα καστανά του μαλλιά, και, εκείνος, την προστατεύει γλυκά και διακριτικά, να μην πέσει. Έτσι είναι η Λήδα. Σαν παιδάκι. Πειραχτήρι από πάντα της, χαρίζει μέχρι σήμερα, το αύριο και το αιώνιο στο Στάθη, που την έχει σαν αδερφή του και τη λέει πειραχτικά: Μικρή Αμερική του, γιατί την ανακαλύπτει μέρα με τη μέρα, ξανά και ξανά, κι ακούει πάντα το σφυγμό της. 

Μαρία Σχίζα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου