Έμοιαζε με την «Αμελί», του γαλλικού κινηματογράφου. Κοίταξε μια το ρολόι της, και μια μπροστά της. Της άρεσε να χαζεύει καθώς περίμενε κι είχε δίπλα της την κόκκινη βαλίτσα, έτοιμη για επιβίβαση. Είχε πάει στην πρώτη της συνέντευξη για δουλειά, μετά από καιρό σήμερα, και, παρόλο που δεν πήγε κι άσχημα, γέλασε στη σκέψη. Θυμήθηκε την ερώτηση της υπεύθυνης, που ήταν αυτό που την έκανε να γελάσει δυνατά, ίσως και για πρώτη φορά, μετά το τροχαίο ατύχημά της, μα κρατήθηκε.
Η ερώτηση
ήταν η εξής:
«Γιατί
θέλετε να δουλέψετε;»
Της ήρθε να
απαντήσει:
« Βασικά,
είμαι πριγκήπισσα, αλλά μου τέλειωσαν τα χόμπι».
Αλλά πάλι
κρατήθηκε.
Δούλευε
χρόνια στο ρεπορτάζ, μα τώρα,έπρεπε να προσαρμόσει τις γνώσεις και το δυναμικό της,
βάσει των κάπως «άβολων»… «τεχνικών»
προβλημάτων, που δημιουργήθηκαν, αφού η μετακίνηση ήταν ελαφρώς πιο
δύσκολη, για να λέμε την αλήθεια, όχι μόνο ελαφρώς, αφού η καθιστική ζωή στο αμαξίδιο της είχε προσθέσει κιλά και
αρκετές κακώσεις, οι οποίες άφησαν ευτυχώς μόνο σωματική δυσκαμψία, αφού εσωτερικά, παρέμεινε το ίδιο
ανοιχτόμυαλη και καλόκαρδη. Έτσι λοιπόν, σήμερα το πρωί, η Μάρθα, πήγε στα
γραφεία του Free Touch, που ζητούσε αρθρογράφους. Δεν ήταν
το στοιχείο της, γιατί είχε μάθει σε γρήγορους ρυθμούς και αδρεναλίνη στα ύψη,
αλλά χάρηκε που τελικά την προσέλαβαν, γιατί, πέρα από τις οικονομικές ανάγκες,
είχε αρχίσει να «βαριέται τη ζωή της», κρεβάτι-αμαξίδιο-τηλεόραση και μνήμες από
«περασμένα μεγαλεία» που συχνά έφερναν δάκρυα.
Στο δρόμο της
επιστροφής, σκέφτηκε πως είναι καιρός να ανοίξει και πάλι τον υπολογιστή της.
Θυμήθηκε την
ιστορία που την ενέπνευσε να ασχοληθεί μ’ αυτό το χώρο για να βρίσκει καθετί
παράξενο αυτού του κόσμου. Την έφερε στο μυαλό της ακριβώς όπως της την είχε
πει η γιαγιά της, που θα ήταν πολύ περήφανη τώρα , αν την έβλεπε έτσι χαρούμενη
που θα γυρνούσε πάλι στη δουλειά.
Μακάρι να
βλέπει από κάπου ψηλά και να της στέλνει την ευχή της. Όπως τότε, που , πριν τη
βάλει να κοιμηθεί στο σπίτι της, όπως ήταν η Κυριακάτική τους παράδοση, μετά το
παιχνίδι στον κήπο, τη φίλησε γλυκά στο μέτωπο. Της είπε λοιπόν: « Κόρη μου,
μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα μικρό κοριτσάκι, που το λέγανε Ηλεκτράκι.
Είχε έναν
υπολογιστή, βασικά, μια μικρή γραφούλα, που, όταν αυτή κοιμόταν ,της έτρωγε τις
σοκολάτες, τα γαριδάκια και τα πατατάκια
της.
Όταν η
μικρούλα το κατάλαβε, αρχικά την παραξένεψε, αλλά αργότερα, την τάιζε κι από μόνη της, με αυτή
την… παράξενη... «βενζίνη», που δεν ήταν πετρέλαιο, αλλά ζουμάκι από καραμέλες… Γι’ αυτό, αν δεις καμιά φορά στο πάρκο, ένα
κορίτσι να φροντίζει μια γραφούλα με κοτσιδάκια και κουμπιά και να μοιράζονται
σοκολάτα, μη φοβηθείς, μην παραξενευτείς.
Είναι το Ηλεκτράκι κι η πιστή της φίλη.
Καληνύχτα
μωρό μου.»…
Κάπως έτσι,
αποφάσισε η Μάρθα να γίνει δημοσιογράφος.
Το βράδυ θα
έλεγε την ιστορία στο Θοδωρή , που ήταν κοντά της όλα αυτά τα χρόνια και είχε αναλάβει όλη τη νομική της κάλυψη, γιατί
την αγαπούσε πολύ, και θα γελούσαν μαζί.
Μαζί, όπως τα
είχαν καταφέρει κόντρα στα δύσκολα, όλα αυτά τα χρόνια…
Με μια κόκκινη
βαλίτσα που κουβαλούσαν οι δυο τους κι ήταν γεμάτη με την κοινή τους δυνατή και
σπάνιας πίστης αγάπη…
Μαρία Σχίζα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου