Η Τερέζα « έκλεινε» τα επτά της χρόνια εκείνη την
ηλιόλουστη Κυριακή. Παρόλο που ήταν φθινόπωρο ο ήλιος έλαμπε και όλα ήταν
έτοιμα για το πάρτυ στον κήπο. Το κουδούνι χτύπησε, κι εκείνη έτρεξε να
ανοίξει, πιο όμορφη και πιο γλυκούλα από ποτέ. Ο ενθουσιασμός έλαμπε στα μάτια
της. Στο άνοιγμα της πόρτας, φάνηκε το γελαστό πρόσωπο του ξαδερφού της Μάρκου,
που είχε να δει απ’ τα περασμένα Χριστούγεννα, που τα είχαν περάσει όλοι μαζί
στο Μιλάνο, στη βάφτιση της κόρης του, της μικρής Λουίζας. Όλοι πίστευαν πως δε
θα έρθει, όμως η Τερέζα, βαθιά μέσα της τον περίμενε. Ήξερε ότι δε θα την
ξεχνούσε. Και τώρα, ήταν εδώ, κοντά της, και αύριο θα πήγαιναν στο Ζάππειο, να
χαρεί η Λουίζα παίζοντας εκεί. Τώρα, το μωράκι κοιμόταν στην αγκαλιά της Ραφαέλλας,
της γυναίκας του Μάρκου. Η Τερέζα τους καλωσόρισε στο ροζ της δωμάτιο,και ο Μάρκος, που την κρατούσε απ’ το χέρι,
λέγοντάς της πόσο ψήλωσε, της έδωσε ένα πολύχρωμο, στρογγυλό κουτί. Το άνοιξε η
μικρή με λαχτάρα και μέσα είχε κόκκινα πατίνια, γιατί η μικρή αγαπούσε το χιόνι
και το δώρο την ξετρέλανε. Πίστευε πως φορώντας τα, θα χόρευε ως την άκρη του κόσμου
και χαιρόταν που το ίδιο καταλάβαιναν ο Μάρκος και η Ραφαέλλα για εκείνη. Την
άλλη μέρα το πρωί, η μητέρα της, η κυρία Σύλβια, βρήκε τα πατίνια δίπλα στο
μαξιλάρι της κόρης της, «ετοιμοπόλεμα» για την πρώτη τους βόλτα, και,
χαμογέλασε γλυκά. Μακάρι όλη η ζωή της κόρης της, να μοιάζει μ’ ένα ζεστό χορό
και μια αγκαλιά, που θα την κάνει να ισορροπεί στο χιόνι και να το αψηφά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου