Η
Ναντίνα αγαπούσε τα χρώματα και τους ανθρώπους. Ο μπαμπάς της, παιδίατρος από
το Μεξικό, κι η μαμά της, δασκάλα στο κοντινό στο σπίτι τους δημοτικό, είχαν
μόλις φτάσει εκείνο το καλοκαίρι στην Ελλάδα, για να περάσουν διακοπές στην
πατρίδα της μαμάς και να γνωρίσει η
μικρή την ομορφιά του ελληνικού καλοκαιριού.
Ενθουσίασε τους παππούδες, γιατί μιλούσε
ακατάπαυστα, και, μερικές φορές, έκανε τις «δασκαλίστικες» γκριμάτσες της μαμάς
της, και, της έμοιαζε πολύ στο ύφος, αν και στα χρώματα και την πειθαρχία, ήταν
ίδια ο φλογερός της μπαμπάς. Δε μπορούσες να της πας «κόντρα» με τίποτα.
Στο πρόχειρο ιατρείο που είχε «στηθεί» στη
σοφίτα, της άρεσε να πηγαίνει και να παίζει με τα αγαλματάκια, να το γεμίζει
ζωγραφιές απ’ τα χεράκια της, κι αν πετύχαινε κανένα φοβισμένο άρρωστο παιδάκι,
πήγαινε κοντά του και του έλεγε σε άψογα αγγλικά παρακαλώ: “You have a smile, παιδάκι! Use it!”. Ο μπαμπάς ήταν πολύ περήφανος για κείνη, γιατί εiχε πολύ
δοτική και καθαρή ψυχή. Καμάρωνε ακόμα κι όταν η ζωηρούλα του, δεν τον άφηνε σε
ησυχία, να κάνει τη δουλειά του. Σπάνια όμως το έδειχνε μπροστά της, γιατί δεν
ήθελε να γίνει κακομαθημένη η δική του κόρη. Αντιθέτως, εκείνη τον γέμιζε
φιλάκια και τον παρακαλούσε να την κάνει δύσκολες βουτιές.
Όταν έφταναν σπίτι, η μικρή άρχισε να τραγουδά: «Η μικρούλα η μικρή
Όταν έφταναν σπίτι, η μικρή άρχισε να τραγουδά: «Η μικρούλα η μικρή
Μαργαρίτα,
να διαβάσει δε μπορεί
αλφαβήτα…», σε «σπαστά» ελληνικά, κι
η γιαγιά την πήρε στην κουζίνα, να χρωματίσουν τον πηλό, για να μη δει τη μανούλα
της, που είχε συγκινηθεί πολύ. Ο σύζυγός
της την αγκάλιασε και της είπε ότι του χάρισε το πιο όμορφο «πριγκηπισσάκι» του
κόσμου, πως δεν είχε συνηθίσει σ’ αυτήν τη θαλπωρή, και πως, το’ χε πάρει
απόφαση να κάνουν ένα δώρο στη μικρή και να τη μεγαλώσουν μαζί στην Ελλάδα, με
τις πιο όμορφες θάλασσες, να την ξεναγήσουν στο νησί που τους « έδεσε» και, να
της πουν, ότι κάτι ήξεραν οι Αρχαίοι Έλληνες, που είχαν κάνει το φτερωτό
τοξοτάκι θεό τους. Η μικρή, σα να τους άκουσε, πήγε και χώθηκε στη ζεστή εκείνη
αγκαλιά, κι αν και της άρεσε να τριγυρίζει και να… « εξερευνά» το σπίτι, …
«τακτοποιώντας» το, δε θα το «κουνούσε ρούπι» από’ κει μέσα, ούτε γι’ αστείο.
Μαρία Σχίζα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου