Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

«Τα ζωηρά πλεξιδάκια»





Είναι το σήμα κατατεθέν της Γιασμίνας.  Αυτά και το πρόσωπο με τα στρουμπουλά μαγουλάκια που την κάνουν να μοιάζει με ένα χαρωπό σκιουράκι. Η μαμά της της τα έπλεκε σχεδόν από τότε που η μικρούλα απέκτησε τα πρώτα της μαλλάκια και το’χε η Γιασμίνα στο μυαλό της μια ιεροτελεστία με χτενάκια, κορδέλες και φιογκάκια. Μια μέρα την ώρα του διαλείμματος εκείνη «παπαγάλιζε» μυθολογία τρίτης δημοτικού με τα πλεξιδάκια της – ναι και τα πλεξιδάκια διαβάζουν μυθολογία, αν και πιο πολύ τους αρέσει η ζωγραφική γιατί, έτσι ζωηρά, ανακατεύονται με τα χρώματα και παίζουν. Την ώρα εκείνη πλησίασε ο Κοσμάς, που είναι το πιο γλυκό παιδάκι του κόσμου, αλλά άμα βάλει στο «μάτι» ένα κοριτσάκι «κούνια που το κούναγε». Κι έτσι κάνει την αποφασιστική κίνηση και περνά δίπλα της με αποτέλεσμα να πατήσει το φιογκάκι της. Η Γιασμίνα τσίριξε και τον κυνήγησε σε όλο το σχολείο τόσο, που αθλητής να ήσουνα στο «κατοστάρι» θα τη ζήλευες. Όταν τον έπιασε , κόντεψε να του βγάλει τη σαλοπέτα απ’τα νεύρα, κι άρχισε να τον ρωτάει γιατί της χάλασε τα μαλλιά. Ο μικρούλης, πάλι με μια κίνηση, βγάζει από την τσέπη του ένα ξύλινο κουτάκι που πάνω του είχε σκαλίσει ένα καραβάκι.
-         Ήθελα να σου δώσω αυτό ,είπε.
Το κουτί είχε μέσα κάστανα και μανταρίνια και τα δύο χαμόγελα που ζωγραφίστηκαν, της μικρής και του αγοριού, ήταν ικανά να δώσουν ανατολές σε όλον τον κόσμο και να σε κάνουν ν’αποταμιεύεις αγάπη για όλη σου τη ζωή.

Μαρία Σχίζα  


Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

«Κι ύστερα , εσύ…»





Σαν από παλιό φιλμάκι γυρίζουν στο μυαλό μου και με «καίνε». Εικόνες , από μια γεμάτη. Μια ζωή, από’κείνες που πάντα ζήλευε. Και δε ζήλεψε μόνο τις στιγμές του θριάμβου. Ζήλεψε’κείνες τις ζωές που θα’θελε να τις ζήσει ολόκληρες. Γιατί, αυτή ήταν η φιλοσοφία του: «Να ζηλεύεις μόνο, εκείνους κι εκείνες , που , τη ζωή τους, θέλεις να τη ζήσεις ολόκληρη. Όχι μόνο τις στιγμές του θριάμβου.». Κι εγώ, αυτή την αλήθεια την είδα να τρέμει στα μάτια του. Και να στροβιλίζεται στο φως τους. Και την κράτησα με λύσσα, σαν αναπνοή που δεν ήθελα να χάσω. Κι έγινε «κτήμα» μου. Οι όμορφες αλήθειες γίνονται «κτήμα» σου , μόνο όταν είσαι ευτυχισμένος. Και δεν ήμουν τίποτα άλλο πια. Μόνο γεμάτη από στιγμές. Στιγμές που τις είχα κάνει δικές μου, ανακαλύπτοντας την ομορφιά τους. Σαν από παλιό φιλμάκι ζωντανεύουν τώρα οι μνήμες. Σαν από παραμύθι χωρίς όνομα και δρόμο δίχως τέλος. Πρίγκηπες δεν υπάρχουν πια και το φεγγάρι δεν είναι πάντα κόκκινο. Κι ύστερα , εσύ! Έρχεσαι πάντα αποδεικνύοντας ότι το συναρπαστικότερο παραμύθι δεν έχει ούτε πρίγκηπες , ούτε βατράχους, ούτε δράκους. Είναι η ίδια η ζωή. Κι αυτό μοιάζει αλήθεια. Είναι αλήθεια. Και το φεγγάρι έρχεται κατακόκκινο και ολόκληρο να το επιβεβαιώσει. Κι εγώ, σε πιστεύω. Και Σ’αγαπώ!
Μαρία Σχίζα

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

«Προπαντός ψυχραιμία»*



( * ο τίτλος ανήκει σε ταινία που σκηνοθέτησε ο «τεράστιος» κωμικός Μίμης Φωτόπουλος, στην οποία επίσης, πρωταγωνιστούσε. Σα σήμερα, το 1986, η «γειτονιά των Αγγέλων», τον αγκάλιασε.) …

Η Ελλάδα είναι μια χώρα, όπου από πολύ νωρίς, «άνθισε» το χιούμορ.
 Γιατί, είναι ένας τρόπος, μάλλον δίκαιος, για να μπορείς να «κρύβεις» ή ανάλογα, να φανερώνεις τις εκάστοτε πληγές σου, να σπάς το «μαύρο κουτάκι του φόβου», αποδυναμώνοντάς τον, και αντίστοιχα, να σπάς τον κουμπαρά σου, με τους «θησαυρούς». Σκέψου, πως τα πάντα αντέχουν όσο αντέχεις ΕΣΥ.
 Σαν παιδί της Άνοιξης, να χαρίζεις πάντα «την πιο χρυσή σου μέλισσα» και εκείνη απλώς θ’ αφήνει μια μικρή τελίτσα, ίδια φραουλίτσα, σε δύο «μικρά ροδακινάκια», απλά και μόνο για να υπενθυμίζει πόσο γλυκό είναι να χαμογελάς, ακόμα κι όταν ζορίζεσαι, και πόσα χρώματα είχε το γκρίζο των παιδικών μας χρόνων, εκεί, δίπλα στα γιασεμιά… Να δουλεύεις, να δουλεύεις, για να δίνεις τη γλύκα των αιώνων, ε, «Και μετά, θα κάάάάθεσαι!!!!!!»…
Μαρία Σχίζα

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Το... «εθνικό» μωρό



 

Δεν ήταν μόνο για τ’ αγαθά τους, για την ξερή τους γη, για το γυμνό τους βράχο που είπαν όχι οι Έλληνες. Ήταν για την ελπίδα που κινδύνευε.
Ηλίας Βενέζης.
  

 Αθήνα, 28 0κτωβρίου 2000
   «Αδελφούλη,
Σου γράφω από τον όροφο της Μαιευτικής, με την Ακρόπολη να «σκάει μύτη» στο παράθυρο, λες και γνώρισε το «ιερό» της μέρας. Η Κλειούλα μας, γέννησε τα ξημερώματα, την Ελένη τη junioritsa, και ο Γεράσιμος έχει μπει ήδη στο ρόλο του «χαζομπαμπά». Είναι «τρελαμένος». Η Μαριάννα έφτιαχνε ραβανί, όταν πιάσανε την Κλειώ μας οι πόνοι, και της έπεσε το ακουστικό, την ώρα που την ειδοποιήσαμε από την πρόβα, να ετοιμάσει τα πράγματα για την κλινική.
Α, ναιαιαι!! Το καλύτερο δε σού’ πα: Η Κλειώ, την ώρα της «μεγάλης στιγμής» ερμήνευε το μονόλογο της Ερσίλια Ντρέι, και η μικρή, αποφάσισε να της δώσει τα ωραιότερα ρούχα και τον πιο σπουδαίο ρόλο της ζωής της: Αυτόν, να τη δει να μεγαλώνει!!!!! Λες το baby να βγει «τρελοθεατρίνα» σαν κι εμάς;
Άντε, να έρθεις, πρέπει να μας βοηθήσεις να βρούμε καινούργιο έργο, παιδικό αυτή τη φορά, για να εγκλιματιστεί και η μπέμπα. Σκέφτηκα τις «Δώδεκα βασιλοπούλες», για να της μάθεις να χορεύει!!
 Βρήκαμε το ημερολόγιο της γιαγιάς προχθές, αντέχει ακόμα κι έκανε «πείσματα». Δεν ήθελε να μας το δώσει και υποχώρησε μόνον όταν της είπα ότι η Κλειώ είναι στις μέρες της να γεννήσει.
Διαβάσαμε στη μικρή κάτι από’ κει μέσα, και μας «έσκασε» το πιο όμορφο φαφούτικο γελάκι, που μπορείς να φανταστείς. Κοίτα λοιπόν με τι γέλασε το… «αστακουδάκι» μας:
«… Ο Λευτέρης μου, μου το’ χε μηνύσει: Εγώ θα γυρίσω και θα σε στεφανωθώ Λενιώ μου. Είμαστε πλασμένοι για τη ζωή, μωρέ, όχι για τον πόλεμο…» . Και το’ πε κι έγινε. Κι ύστερα, ήρθαν τα κορίτσια, που τον γνωρίσανε στα πέντε τους, γιατί δε βάσταγε τελικά, και παντρευτήκαμε πριν μας τους πάρουν για το μέτωπο. Κι οι μέρες κι οι νύχτες περνούσαν κι εμείς μαθαίναμε νέα από όσους μπορούσαν να φτάσουν ως εκεί για να βοηθάνε στη γιατρειά των στρατιωτών. Εγώ, δεν πίστευα πως θα γυρνούσε, μα εκείνος έλεγε πως πολεμάει για τη λευτεριά του και την αγάπη του για τις μικρές. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, το μόνο που θυμάμαι είναι πως το κονάκι μου, μοσχοβολούσε αγιόκλημα και κρίνα.».
 Συγκινήθηκα τρομερά. Γι’ αυτό η μικρή θα’ σκασε χαμόγελο.
  Μας «δουλεύει» από τώρα η… «σκατούλα»…!!!
   Σε φιλώ και πάω να φάω λίγο ραβανί-το τέλειωσε η μαμά, το κερνά στις νοσοκόμες, όταν δε φωνάζει το Βασιλάκη, που γύρισε από την παρέλαση «λούτσα», γιατί έπαιξε «μπουγέλο» κι η μαμά ωρύεται πως αύριο θα παρελάσουν απ’ το σώμα  του, η πνευμονία, τα ακροαστικά και τα άλλα συναφή. Μεταξύ μας, ο μικρός έφαγε και το τελευταίο παγωτό, μέχρι να έρθει Μάρτης και να ξαναφάει, αλλά δεν τόλμησε κανείς να της το πει!!!!
 Άντε, σε περιμένουμε. Α, να μην ξεχάσω! Η Κλειώ διαβάζει στη μπουμπού μας τα comics που γράφεις… Της αρέσουν νομίζω. Άντε, τυχερούλη!!!!!
 
          Σ’ αγαπάμε όλοι, και πιο πολύ η μπέμπα…

Φιλιά από εμάς,
      Σύνθια».

Μαρία Σχίζα

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Ονειρεύτηκα ένα western…





Όταν ήμουν μικρή, και μερικές φορές, και όσο μεγαλώνω, κάθομαι στη ρομαντική μου κουκέτα και, ενώ ο μικρός μου αδερφός κοιμάται, ανοίγω το καθρεφτάκι-φραουλίτσα, κάνω τα χείλη μου γκριμάτσα «ψαράκι» και κάνω πως γεμίζω ρουζ τα μαγουλάκια μου… Κι άλλες φορές που με πιάνει η… «μανία» να… πάω στο Hollywood, παίρνω… «φόρα» κι αναρωτιέμαι:
    Τι θα γινόταν αν "Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος", ήταν γυναίκες;-μη χαίρεστε boys, δε θα πλαισίωναν την  όποια Πετρούλα στον καιρό, αλλά...:
-Σύνθημα: κάτω τα περίστροφα, ζήτω οι περιστροφές-ας το παραδεχτούμε,μας αρέσει η 'σάλτσα' στην κουβέντα,
-Παρασύνθημα: ακόμα και στην έρημο, μια ενυδατική είναι όαση,
-Επιμύθιο: ο μεγαλύτερος θησαυρός στη ζωή, είναι να ζεις σα γυναίκα και να γελάς σαν παιδί!!!

 Μαρία Σχίζα



Blue Witch…





 Τη λένε Μίκυ, από το Δήμητρα.
Οι φίλοι της τη φωνάζουν dimj.
Σπούδασε οικονομικά, και δεν έσωσε την οικονομία της χώρας, γιατί η ψυχή της, πάντα δοσμένη στη μουσική και στο ρυθμό της, είχε πάντα αποχρώσεις του μπλε, που προσφάτως απέκτησαν και τα μαλλιά της.
  Δεν ξέρω αν βγαίνει πάντα σε καλό ο underground ρομαντισμός, αλλά ο άλλος Μίκυ, από το Μιχάλης αυτή τη φορά, πάντα την έκανε να γελάει, από την πρώτη μέρα που ήρθε στο μπαράκι, εκείνος την έκανε να γελάει, γιατί έλεγε ιστορίες κι έμοιαζε παιδάκι, που ήθελε να αφήνει πάντα το βλέμμα του στο περίεργο χρώμα των μαλλιών της, που του έστρωνε σύννεφα για να περπατά.
 Και κάπως έτσι, ίσως μια φορά κι έναν καιρό, η ζωή αποδεικνύει πως μπορεί να είναι και λίγο πιο ανοιχτή απ’ το γκρίζο, όπως ο ουρανός, όταν κάνουμε όνειρα και, πολύ περισσότερο, όταν αγαπάμε.
Μαρία Σχίζα

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Τα χρυσάνθεμα και η αλεπού




  Η Φιλίτσα, αγαπούσε το χωριό της κι εκείνο το πλούσιο λιβάδι, με τα πιο όμορφα  χρυσάνθεμα που έχει δει ποτέ ανθρώπου μάτι. Ο κυρ- Γιώργης, ο παππούς της, είχε φέρει στην αγκαλιά του ένα μικρό αλεπουδάκι με ζωηρά ματάκια. Το είχε βρει λαβωμένο στην αρχή του λιβαδιού και το θεώρησε σημάδι γιατί εκεί που ξεκινάνε τα χρυσάνθεμα, ξεκινάει η ζωή, μιας και τα συγκεκριμένα λουλούδια, τα αγαπημένα της γυναίκας του, της κυρά-Φιλιώς, ήταν από πάντα σύμβολο γέννησης κι αισιοδοξίας. Χάρισε το αλεπουδάκι στη μικρή, αφού το’ χε γιατρεμένο, κι είπε με το χαρακτηριστικά ήρεμο χαμόγελό του, καθώς χάιδευε τ’ ολάνθιστο χρυσό λιβάδι: «Οι άνθρωποι πληγώνουμε τη Φύση και τα στοιχειά της, από λάθος. Μα τα λάθια τ’ ανθρώπου, γίνονται μικιά, όντε η αγάπη είναι μεγάλη, και δυναμώνει πάντα επαέ». Κι ύστερα έβαλε τη γροθιά στο στήθος του, ίσια στην καρδιά, ενώ το αλεπουδάκι άνοιγε σιγά-σιγά εκείνα τα πονηρά του μάτια για να συναντήσει το σμαραγδένιο βλέμμα του κοριτσιού.
 Μαρία Σχίζα

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Γράμμα απ’ τη Νέα Υόρκη, για την Αθήνα που θυμάμαι…





  New York,1996…
 « Αγαπημένε μου Νέστορα,
    Η βαλίτσα μου με τα ροζ ανθάκια, εκείνη που μου χάρισες μετά το πρώτο μας reunion πριν δύο χρόνια, είναι έτοιμη να ξαναδεί τη σκαλιστή πόρτα της παλιάς γειτονιάς.  
 Είναι έτοιμη να επιστρέψει στον τόπο που, λίγο πριν φύγω για μεταπτυχιακό σε τούτη την πολύ λαμπερή, μα, χωρίς εσένα άδεια, πόλη, μου χάρισε λίγη από την αισθητική, που μ’ έκανε ν’ αντέξω το μεγάλο δρόμο του ταξιδιού και την ευθύνη, που στο μυαλό μου μεγάλωνε κι έδινε στα μολύβια μου πνοή να σχεδιάζω κόσμους από κάρβουνο, γραμμές χωρίς ρωγμές, για να παίρνουν μορφή από πέτρες, γυαλιά, κι άλλα υλικά. Να παίρνουν μορφή ως κτήρια, ή στοιχεία διακόσμησης.
 Πάντα ένιωθα την ανάγκη να είμαι χρήσιμη, να κάνω κάτι σημαντικό.
   Όμως δεν ήθελα ποτέ η ανάγκη μου αυτή, να υπερκαλύψει την ίδια μου τη σπουδαιότητα σε περίπτωση που όντως είχα.
   Ένας από τους λόγους που αποφάσισα να ακολουθήσω το δρόμο της Αρχιτεκτονικής, εκτός από τη μαγεία του Παρθενώνα και τα υπέροχα λόγια που μου είπες όταν ουσιαστικά ξαναμάθαμε μαζί εκείνα τα παλιά αρχοντικά με την τόσο μεγάλη ιστορία, και τώρα με τα χρόνια καταλαβαίνω πως τα εννοείς, είναι εκείνη η φωτογραφία του ουρανοξύστη που ένας καθηγητής μας, την είχε παραλληλίσει μ’ ένα βενζινάδικο στη Ρουάντα, θέλοντας να μας πει ότι κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη από ένα σπίτι και πως το πραγματικό σου σπίτι, είναι εκεί που βρίσκεται η καρδιά σου.
  Είχα νυστάξει και μετά βίας παρακολουθούσα όμως το παράδειγμα αυτό, έμεινε στο μυαλό μου μέχρι σήμερα.
  Μ’ έκανε να πάρω την απόφαση να ταξιδέψω ως εδώ για ένα όνειρο που ποτέ δεν εγκατέλειψα και δεν έχω σκοπό να εγκαταλείψω, αφού πιστεύω ότι ο καθένας έχει δικαίωμα σε μια σταθερή καρδιά, με πίστη και θαλπωρή, για να γίνει «το σπίτι του».
 Από την άλλη όμως, ΑΥΤΟΣ είναι και ο λόγος που επιστρέφω.
   Επιστρέφω σε σένα, όπως σε γνώρισα και σε αγάπησα, σε αγαπάω μέχρι σήμερα, όπως και στα όνειρά μας και στα όνειρα των φίλων μας που είναι ακόμα παιδικά, όπως τα μάτια τους, και τα δικά σου μάτια.
Γιατί, όπως μας είπε ο καθηγητής, θέλοντας να τονίσει το παράδειγμά του, « ο άνθρωπος δε χτίζει αν δε μάθει τις ρωγμές, που από μέσα τους θ’ αναβλύσουν και θα ισορροπήσουν οι ανθρώπινες σχέσεις κι αυτές θα μείνουν ως ο εσωτερικός μας κώδικας για την αγάπη κι ο μόνος πλούτος που μας χρειάζεται». Έτσι νιώθω. Ότι έρχομαι κάπου που με περιμένουν φίλοι. Έρχομαι κοντά σου. Και ΔΕ θα φύγω.
Να θυμάσαι πάντα,

 Smile is the law,
 
          Σόνια.»…

Μαρία Σχίζα

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Με τα μάτια στη μέρα, την καρδιά στον αέρα…




Ξύπνα!!!
Άκου του κόσμου την ανάσα.
Φτιάξε καφέ, τόσο γλυκό, που να μας κάνει κι αγκαλίτσες!!!
Να ζεις , ν’ αγαπάς, να ταξιδεύεις…
Να ξέρεις και να σέβεσαι την αξία του ελάχιστου…
Μην κοιτάζεις τις πέτρες, όταν έχεις τη θάλασσα μπροστά σου…
Στο χέρι σου είναι να χτίσεις μια «μενεξεδένια πολιτεία» στο βυθό…
Γιατί η ζωή ξεκινάει, και θα ξεκινάει πάντα, από μια σταγόνα στο χέρι σου…
 Μείνε αισιόδοξος, με τα μάτια στη μέρα,
την καρδιά στον αέρα…
Σ’ αγαπώ,
Μαρία Σχίζα 

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Melanie…




 Όταν μια δουλειά χάνεται κι έχει κόστος διαβίωσης και αντίκτυπο σε ψυχολογικό βαρόμετρο παίρνω εγώ όλη την ευθύνη. Την παίρνω γιατί δε θέλω να χαθεί καμμίa ανθρώπινη ανάσα, τίποτα σε ό,τι αφορά ανθρώπινο δυναμικό και κυρίως η όποια αίσθηση εμπιστοσύνης αναπτύσσεται.
 Παίρνω την ευθύνη για σένα, « κορίτσι με τα φυλλάδια», που σε βλέπω κάθε μέρα, να περνάς από τη γειτονιά μου, ώρα 06:15 το πρωί. Έχεις και μένα στο βήμα σου, το ξέρω.
 Ρώτησα κι έμαθα, πως σε λένε Melanie και νομίζεις πως όταν τρέχεις κανείς δε σε βλέπει και κανείς δε «μπαίνει στα παπούτσια σου».  Άλλαξα στο μυαλό μου τον τόνο κι έκανα το συνειρμό: Μελάνι.
Μοιάζουμε. Όσα τα βήματα, τόσες οι λέξεις. Ξέρω ότι δε θα διαβάσεις ποτέ αυτό το κείμενο, γιατί η σκέψη σου είναι σε κάτι σίγουρα πιο ιερό: Στο σπίτι σου σε περιμένει το «γλυκό σου φασολάκι», ο μικρός σου Φωτεινούλης, που λάμπει παράξενα ωραία στη ζεστή αγκαλιά που δέχεται.
  Σ’ αγαπώ πολύ, κι ας μην το ξέρεις…,
   «Το κορίτσι με τα τετράδια».
Μαρία Σχίζα

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Τα… «νεροπίστολα», ο τρυποκάρυδος, η μπάλα και το καναρίνι…





 Η πιτσιρικαρία της γειτονιάς με το ανθισμένο ροζ δέντρο και την ελιά, έπαιζε ποδόσφαιρο ξέφρενα και κάθε τρεις και λίγο, όλο και κάποιο παιδάκι επισκέπτονταν το κοντινό φαρμακείο που μέσα είχε τον πιο γελαστό φαρμακοποιό που έχεις δει ποτέ...

Παρ’ όλα αυτά, τα παιδιά, στη θέα του, επειδή αναγκάζονταν να… «εγκαταλείψουν» τον αγώνα, αν και για την ακρίβεια δεν έβλεπαν την ώρα να τον συνεχίσουν, είχαν κάτι μάγουλα που, για να καταλάβεις πόσο κόκκινα φάνταζαν από τη ντροπή, οι ντομάτες μπροστά τους θα έγραφαν δισέλιδο αφιέρωμα στο Διαμαντίδη…
Ναι, κάπως έτσι…
Τα γρατσουνισμένα γόνατα έδιναν κι έπαιρναν, το οξυζενέ έτσουζε πολύ, αλλά ήταν απαραίτητο, και, κάπως έτσι, μία των ημερών, ήρθε στη γειτονιά, η μικρότερη ανηψιά του, που αγνοούσε παντελώς την ύπαρξη του φαρμακείου του θείου της, κοντά στον επίγειο… «Παράδεισό» της.
Ναι!!!! Η μικρή, από πιο μικρή ακόμα, έβαζε τις Παταπούφες να παριστάνουν το Βαμβακούλα και τα Λαχανόπαιδα με τους Ευχούληδες  να κάνουν «κερκίδα»…
Αυτή ήταν η μόνη επαφή που είχε με κούκλες, γιατί κατά τα άλλα ήταν μια μικρή Στρουμφο-αθλήτρια, που το αγαπημένο της παραμύθι ήταν αυτό που μιλούσε για έναν τρυποκάρυδο που κάθε φορά που ένα παιδάκι εδώ στη γη κάνει μια ευχή, ο τρυποκάρυδος κάνει μια τρύπα στον ουρανό, δημιουργεί ένα αστεράκι και στέλνει φως και μαγεία στην καρδιά του παιδιού… άντε και των μεγάλων καμιά φορά… Έτσι έλεγε το παραμύθι, ή τουλάχιστον έτσι της έλεγε ο θείος της, κάθε φορά που έπρεπε να χρησιμοποιήσει τα… «νεροπιστολάκια» του-έτσι έλεγε χαϊδευτικά εκείνος τις ενεσούλες- για τη…  «χάρη» της…!!!!!  Κι οι μέρες περνούσαν, και το κρύωμα δεν περνούσε, κι η μικρή είχε γίνει ελαφρώς… «σουρωτηράκι»!!!!!  Και μια μέρα, η μικρή είδε το κλουβάκι… κι ο θείος της, σα νά’ πιασε τη σκέψη της, άνοιξε το πορτάκι και το πουλί πέταξε στον ελεύθερο ορίζοντα.  Η μικρή φίλησε το γελαστό της θείο, και ήθελε να του πει ότι αγαπούσε τη ζωή και την ελευθερία όσο κι εκείνος. Μετά αυτός την πήρε  αγκαλιά και της είπε ότι η ανάσα της ακουγόταν καλύτερα πια και πως θα γινόταν σούπερ αθλήτρια μια μέρα, γιατί είχε το πείσμα του μπαμπά της, που, πριν μεγαλώσουν, εδώ ψευτοσοβάρεψε ο θείος κι έκανε σαν παιδάκι, γιατί όπως της ομολόγησε, ο «πεισματάρης» μπαμπάς της τον… κέρδιζε στο ποδόσφαιρο!!!!!
Ο αδερφός του, που είχε έρθει να πάρει τη μικρή, άκουσε το… «αβάσταχτο»… «παράπονό» του, και γέλασαν κι οι τρεις μαζί, και το γέλιο τους απλώθηκε σαν τραγούδι σ’ όλο το γηπεδάκι της γειτονιάς. Και ξαφνικά, έμοιαζε ο κόσμος σα γέλιο σε παιδιά που ξεφαντώνουν και σαν  αγκαλιά στα δυνατά μπράτσα του Popeye!!!!!
Μαρία Σχίζα