Δεν ήταν μόνο για τ’ αγαθά τους, για την ξερή τους γη,
για το γυμνό τους βράχο που είπαν όχι οι Έλληνες. Ήταν για την ελπίδα που
κινδύνευε.
Ηλίας Βενέζης.
Αθήνα, 28 0κτωβρίου 2000
«Αδελφούλη,
Σου γράφω από τον όροφο της
Μαιευτικής, με την Ακρόπολη να «σκάει μύτη» στο παράθυρο, λες και γνώρισε το
«ιερό» της μέρας. Η Κλειούλα μας, γέννησε τα ξημερώματα, την Ελένη τη junioritsa, και ο Γεράσιμος έχει μπει ήδη στο ρόλο του «χαζομπαμπά». Είναι
«τρελαμένος». Η Μαριάννα έφτιαχνε ραβανί, όταν πιάσανε την Κλειώ μας οι πόνοι,
και της έπεσε το ακουστικό, την ώρα που την ειδοποιήσαμε από την πρόβα, να
ετοιμάσει τα πράγματα για την κλινική.
Α, ναιαιαι!! Το καλύτερο δε σού’
πα: Η Κλειώ, την ώρα της «μεγάλης στιγμής» ερμήνευε το μονόλογο της Ερσίλια
Ντρέι, και η μικρή, αποφάσισε να της δώσει τα ωραιότερα ρούχα και τον πιο
σπουδαίο ρόλο της ζωής της: Αυτόν, να τη δει να μεγαλώνει!!!!! Λες το baby να βγει «τρελοθεατρίνα» σαν κι
εμάς;
Άντε, να έρθεις, πρέπει να μας
βοηθήσεις να βρούμε καινούργιο έργο, παιδικό αυτή τη φορά, για να εγκλιματιστεί
και η μπέμπα. Σκέφτηκα τις «Δώδεκα βασιλοπούλες», για να της μάθεις να
χορεύει!!
Βρήκαμε το ημερολόγιο της γιαγιάς προχθές,
αντέχει ακόμα κι έκανε «πείσματα». Δεν ήθελε να μας το δώσει και υποχώρησε
μόνον όταν της είπα ότι η Κλειώ είναι στις μέρες της να γεννήσει.
Διαβάσαμε στη μικρή κάτι από’ κει
μέσα, και μας «έσκασε» το πιο όμορφο φαφούτικο γελάκι, που μπορείς να
φανταστείς. Κοίτα λοιπόν με τι γέλασε το… «αστακουδάκι» μας:
«… Ο Λευτέρης μου, μου
το’ χε μηνύσει: Εγώ θα γυρίσω και θα σε
στεφανωθώ Λενιώ μου. Είμαστε πλασμένοι για τη ζωή, μωρέ, όχι για τον πόλεμο…» . Και το’ πε κι έγινε. Κι ύστερα, ήρθαν τα κορίτσια, που
τον γνωρίσανε στα πέντε τους, γιατί δε βάσταγε τελικά, και παντρευτήκαμε πριν
μας τους πάρουν για το μέτωπο. Κι οι μέρες κι οι νύχτες περνούσαν κι εμείς
μαθαίναμε νέα από όσους μπορούσαν να φτάσουν ως εκεί για να βοηθάνε στη
γιατρειά των στρατιωτών. Εγώ, δεν πίστευα πως θα γυρνούσε, μα εκείνος έλεγε πως
πολεμάει για τη λευτεριά του και την αγάπη του για τις μικρές. Όταν τέλειωσε ο
πόλεμος, το μόνο που θυμάμαι είναι πως το κονάκι μου, μοσχοβολούσε αγιόκλημα
και κρίνα.».
Συγκινήθηκα τρομερά. Γι’ αυτό η μικρή θα’
σκασε χαμόγελο.
Μας «δουλεύει» από τώρα η… «σκατούλα»…!!!
Σε φιλώ και πάω να φάω λίγο ραβανί-το τέλειωσε η μαμά, το κερνά στις
νοσοκόμες, όταν δε φωνάζει το Βασιλάκη, που γύρισε από την παρέλαση «λούτσα»,
γιατί έπαιξε «μπουγέλο» κι η μαμά ωρύεται πως αύριο θα παρελάσουν απ’ το σώμα του, η πνευμονία, τα ακροαστικά και τα άλλα συναφή. Μεταξύ μας, ο
μικρός έφαγε και το τελευταίο παγωτό, μέχρι να έρθει Μάρτης και να ξαναφάει,
αλλά δεν τόλμησε κανείς να της το πει!!!!
Άντε, σε περιμένουμε. Α, να μην ξεχάσω! Η
Κλειώ διαβάζει στη μπουμπού μας τα comics που γράφεις… Της αρέσουν νομίζω. Άντε, τυχερούλη!!!!!
Σ’ αγαπάμε όλοι, και πιο πολύ η
μπέμπα…
Φιλιά από εμάς,
Σύνθια».
Μαρία Σχίζα