Μια φορά
κι έναν καιρό, ή όπως μπορεί ο καθένας να φανταστεί ότι αρχίζει το δικό του
πραγματικό παραμύθι, σε κάποια Αθήνα που δε θρηνούσε θύματα οικονομικού ή
οποιουδήποτε άλλου πολέμου που μπορεί να οδηγεί τον κόσμο σε συναισ
θηματικό
αδιέξοδο, ονειρεύτηκα, ονειρεύτηκες, ονειρεύτηκε κι ονειρευτήκαμε, όλοι μαζί,
μια ιστορία, για μια αγάπη, τόσο κινηματογραφική όσο κι αληθινή, που έλαβε χώρα
κάτω απ’ το παράθυρό μου, κι έκανε τις σταγόνες της βροχής, να γίνονται άηχες.
Μπορεί όμως να συνέβη και σε κάποια επαρχία… Σαν όλες τις αγάπες τις
καθημερινές, τις ζεστές, τις ανθρώπινες, που κάνουν τις μέρες μας πιο φωτεινές,
άξιες να λέγονται Άγιες…
Ποιος
ξέρει…
Άλλωστε,
παντού η καρδιά του ανθρώπου, χτυπάει με τον ίδιο τρόπο, ακόμα κι όταν
χρειαστεί να επιβάλλεις στα συναισθήματά σου σιγή…
Η αγάπη
όμως, φτάνει έστω και με βουβό τρόπο, βουβό χαμόγελο, πέρα απ’ τα όρια, κι εκεί
συναντά κορίτσια κι αγόρια, που ξέρουν πως το μαζί δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο.
Η Μίλα
λοιπόν, ένα κορίτσι απ’ αυτά που συναντάς στη διπλανή σου πόρτα, ακούμπησε
κάποτε την καρδιά της στην καρδιά του Φώτη. Αυτός την έκανε να αισθάνεται σαν
πεντάχρονο από χαρά, κάνοντάς της τον κλόουν καθώς της έστυβε πορτοκάλια και
μανταρίνια όταν είχε γρίπη, κι αναλύοντάς της τα οφέλη που θα της έδινε η
βιταμίνη C τους…
Κι όχι μόνο…!! Της έλεγε και για τη θεραπευτική αξία που θα βρούμε στο καθένα
βότανο από τα αμέτρητα φακελάκια τσαγιού. Ολόκληρη συλλογή τη λες. Την είχε στο
ντουλάπι της, θησαυρός κατεχινών, κλπ.-ναι, όλη τη βοτανική, τη βιολογία και τη
φυτολογία της είπε ο Φώτης, μεταξύ ανεκδότων «του συρμού» για να την κάνει να
γελάει.
Σαφώς κι
εκείνος ένιωθε άλλος άνθρωπος κοντά της, άφηνε το σοβαρό του εαυτό και
ξανάβρισκε εκείνο το παιδάκι, που μιλούσε για γαλάζια νησιά, καράβια και
πυξίδες, και της έλεγε ιστορίες για τα αστεράκια, τους πλανήτες, τους γαλαξίες,
και, γενικότερα, όλα τα ουράνια σώματα που μπορεί κανείς να παρατηρήσει με
γυμνό μάτι. Της έλεγε μαγικές ιστορίες, ακόμα και για τα άστρα αυτά, που η
αίσθηση της ανθρώπινης όρασης αδυνατεί να αγγίξει και να συλλάβει. Άλλες είχαν
επιστημονική βάση και άλλες όχι. Ήταν δημιουργήματα της φαντασίας του και την
εντυπωσίαζαν.
Την άφηνε
κι αυτός, να του μιλάει με τις ώρες για τις ταινίες και τις θεατρικές
παραστάσεις που αγαπούσε και να του παριστάνει αμήχανα τις ηρωίδες τους.
Της
έφερνε δισκάκια, μ’ άγνωστους τότε καλλιτέχνες και ερμηνεύτριες, που πολύ
αργότερα, έγιναν «αστέρια» της ποπ και ροκ σκηνής, με μεγάλη απήχηση στο
νεανικό κοινό.
Μιλούσαν
για θέματα από Ιστορία Τέχνης και τριγωνική διάταξη ζωγραφικών πινάκων, αλλά
και πολλά άλλα, πολύ διαφορετικά, όπως για παράδειγμα, την… τεχνική του off-side, και τους «μάγους της
μπάλας»…!!!!!
Όταν η
κουβέντα έφτανε στη λογοτεχνία, ο Φώτης, θυμήθηκε ένα φίλο του που το όνομά του
ήταν Χρήστος, και, κάθε φορά, συστηνόταν περιπαιχτικά: «My name is Christos, MonteChristos», έκανε μιμητικά και κλοουνίστικα
ο Φώτης…
Και η
Μίλα, ακούγοντας τη συγκεκριμένη ιστορία ξανά και ξανά, «έσκαγε στα γέλια»…
Άλλωστε, ο Φώτης, κάθε φορά, τη διάνθιζε με καινούργια στοιχεία, λες και την
ξαναζούσε καθημερινά, κι έβρισκε κι έβαζε σ’ αυτήν κάτι κάθε φορά όλο και πιο
κωμικό, ικανό να της αποσπάει πάντα μια ανάσα γέλιου παραπάνω…
Του άρεσε
να την κάνει να γελάει… Την έκανε να μοιάζει γοητευτικά χαζούλα, σαν τρυφερό
μωράκι…!!!!
Αλλά κι
όταν φοβόταν η όψη της άλλαζε, γινόταν περισσότερο ροζ, κι έκλεινε τα μάτια
της, κι ένιωθε εκείνος σα να έχει στην αγκαλιά του ένα σκιουράκι.
Μια μέρα
βροχερή, ακούστηκε απ’ τον ουρανό μια αστραπή κι εκείνη θυμήθηκε την ιστορία
που της έλεγε η γιαγιά της για τη γάτα με τα λαμπερά μάτια, κι έπαψε να
φοβάται. Την είπε και σε εκείνον, κι αυτός γέλασε.
Την
αγαπούσε αυτή της την αφέλεια και τη φιλούσε κάθε φορά που έλεγε ιστορίες
παραμυθένιες, από μια ηλικία παιδική, που της ήταν πολύτιμη κι έμοιαζε να έχει
όλης της γης και του ουρανού τα χρώματα.
Σα δρόμος
που την οδήγησε σε μια εφηβεία γεμάτη ρομαντισμό και ρομαντικούς. Είναι
συναισθηματική και ηθική επανάσταση και είναι άξια να τη χαρίσεις σε κάθε
παιδί, για να μην τυλιχτεί στα «πλοκάμια» της τεχνολογίας και χάσει τη ζωή.
Μια ζωή
που χρωστάει στον καθέναν από εμάς έναν έρωτα, είτε με τη θάλασσά του, την
πατρίδα και τον τόπο του, είτε με μια ανθρώπινη καρδιά, γενναία στην αγάπη και
στο πέρασμα των χρόνων και των πόνων της θνητής φύσης μας.
Γοητευμένος
από την παιδικότητα και το θάρρος της ψυχής της γινόταν κι αυτός παιδί, και της
μιλούσε για τα πουλάκια του ουρανού, που όταν
δε βρίσκονταν κάπου ψηλά να πετάνε, πάθαιναν κατάθλιψη, γιατί, έλεγε,
στα χαμηλά δεν αντέχουν κι ο ουρανός είναι το φυσικό τους σπίτι… Δίκιο είχε…,
σκεφτόταν η Μίλα, μα δεν έλεγε τίποτα… Κι ας τα έβλεπε, να γίνονται ένα με τον
αγέρα ατενίζοντάς τον, και να σου δημιουργούν τη διάθεση να ονειρεύεσαι…
Μια
νύχτα, καθώς κοιτούσαν τα άστρα, με το Σέρπ δίπλα τους, το σκυλάκι που είχαν
βρει τυχαία στον πεζόδρομο της γειτονιάς τους, της είπε να μην τον ξεχάσει,
ακόμα κι αν φύγει.
Του είπε
πως αποκλείεται να τον ξεχάσει, ακόμα και με λοβοτομή.
Κοίταξε
τον Σέρπ, που πήγαινε προς το σπίτι.
Τον είχαν
ονομάσει έτσι από την ταινία «Σέρπικο», γιατί πίστευαν πως μόνο τα σκυλιά
ξέρουν το δρόμο για τον Παράδεισο.
Προσπάθησε
να καταλάβει τι ήθελε να πει ο Φώτης, μα δε μπόρεσε. Δε μπόρεσε, μέχρι την άλλη
μέρα το πρωί, που ξύπνησε χωρίς το Φώτη, μα βρήκε δίπλα της ένα βιβλίο. Το εξώφυλλο έγραφε: «Η εποχή των κερασιών».
Μέσα η
αφιέρωση έγραφε: Σ’ έναν κόσμο πιθανοτήτων, ας ζήσουμε κι εμείς οι απίθανοι…
Έστω για λίγο… Σ’ αγαπάω πάντα…
Περίμενέ
με ή έλα μαζί μου…
Ο Φωτεινούλης σου…
Θυμήθηκε
το αστείο του το χθεσινό βράδυ, όταν του είπε:
-Ήταν
απίθανο που σε συνάντησα… Γίνεται η ζωή μου απίθανη μαζί σου!!!
-Εγώ ο
απίθανος, γέλασε, μόνο με εσένα, την τρελά, γλυκά απίθανη έζησα, βρήκα φως…
Μ’ αυτή
τη σκέψη, κοίταξε τον Σέρπ, που χαζοξυπνούσε, είπε ένα αποφασιστικό «πάμε», και
η ταχύτητα με την οποία οδήγησε προς το αεροδρόμιο, ξεπέρασε και τον καλύτερο
ραλίστα.
Τον βρήκε
καθισμένο να μιλά στο τηλέφωνο. Η μεταγραφή του σε ομάδα της Ιταλίας ήταν πια
γεγονός και εκείνη δεν ήθελε να το χάσει, να τον χάσει. Πλησίασε φωνάζοντας:
«Το χρώμα
στους αγώνες μας, το δίνουν τα όνειρά μας, Απίθανε. Είμαι εδώ μαζί σου και
κανείς και τίποτα δε θα χαθεί. Σ’ αγαπώ…». Εκείνη η πτήση ήταν η πρώτη της
κοινής τους ζωής κι η πιο πολύτιμη, γιατί, μαζί
τους σπαρταρούσε και μια νέα καρδούλα, σπόρος γνήσιας αγάπης, με γεύση
σπιτική βυσσινάδα, μανταρίνι και καρπούζι.
Μαρία Σχίζα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου